windflow
Κυριακή 2 Ιουνίου 2013
πέφταν τ' άστρα
Κυριακή 26 Μαΐου 2013
Στη στεριά σου σα νά'μουν κοχύλι
Σ'αγαπώ, είμαι άβουλο θεριό.
Θέλω να τρέξω πάνω σου σαν παιδί
σαν σκυλί που ψάχνει ένα χάδι.
στη στεριά σου σα νά'μουν κοχύλι.
Και μια χαρά τόσο απέραντη σε πνίγει σχεδόν. Και ταξιδεύεις κάπου χωρίς καμιά εικόνα στο μυαλό σου. Μέσα σε μια μελωδία ή σε ένα αίσθημα γιατί αυτό που νιώθεις εσύ δεν έχει εικόνα. Δεν περιγράφεται. Μοιάζει μονάχα με την αίσθηση του ήλιου στα βλέφαρά σου, όταν ξαπλώνεις στα ρηχά. Και δεν μπορείς να ξεχωρίσεις αν ζεις σε ταινία, αν όλο αυτό το φαντάστηκες... Εσύ κρεμιέσαι μονάχα από δυο χείλια και σε ξεβράζει ένα κύμα. Και τι σημασία έχει αν αύριο είναι Κυριακή, ή σήμερα Δευτέρα, ή αν δουλεύεις ή αν διαβάζεις. Εσένα η καρδιά σου γέμισε μυρωδιές της άνοιξης μες στο κατακαλόκαιρο. Και μένεις ξύπνιος και ακούς τους ήχους της βραδιάς κι ένα αμάξι κάπου λίγο πιο έξω φεύγει να πάει να αφήσει κάπου ένα "Σ'αγαπώ". Να το δηλώσει. Σε μια πράξη αυτοθυσίας. Κι ένα αγόρι κυνηγάει να κλέψει το γέλιο ενός κοριτσιού κάτω από το μπαλκόνι σου. Μπορεί και το φιλί του. Μια παρέα τσουγκρίζει τις μπύρες της δίπλα στις γραμμές του τραίνου. Κι εύχεσαι νά'ναι στην υγεία τους. Και κάποιος χαϊδεύει ένα κοχύλι κι ας μη το έδεσε με καμιά στιγμή ιδιαίτερη. Κι εσένα σου μυρίζουν θάλασσες.
Και τι σημασία έχει το αύριο όταν έχεις το τώρα. Τη στιγμή σου. Το αίσθημά σου. Ατόφιο.
Κι έχεις κι ένα τραγούδι να σου θυμίζει πώς νιώθονται οι στιγμές.
Πώς πρέπει να αγαπάς, πώς πρέπει να λαχταράς και πώς να δίνεσαι.
Πώς να αφήνεσαι.
Για να καταλάβεις την ελεύθερη πτώση χρειάζεσαι μονάχα μια αγκαλιά. Τόσο βαθιά που νά'χεις κάθε μέρα και λίγο ακόμα να βουτήξεις.
Άβουλο θεριό - Μαρία Παπαγεωργίου & Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης
Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012
diamonds & rust
Οι άνθρωποι γύρω μου ερωτεύονται. Οι άνθρωποι γύρω μου αντιδρούν. Οι άνθρωποι γύρω μου αναζητούν. Οι άνθρωποι (γύρω) μου φεύγουν.
Παλιά ήμουν το κορίτσι που καθόταν με τις ώρες στο γραφείο της ακούγοντας τη βροχή και γράφοντας. Τώρα πια δεν έχω χρόνο να βιώσω ό,τι με συγκινεί.
Συγκινούμαι. Μπορεί και δέκα φορές πιο εύκολα και πιο έντονα από ό,τι παλιά.
Παλιά γκρίνιαζα ό,τι δεν έχω κάτι να κάνω και νιώθω άχρηστη. Ξυπνούσα πρωί για να μη νιώθω ενοχές πως οι άλλοι δουλεύουν κι εγώ δεν έχω δουλειά και άρα δεν κάνω τίποτα.
Παλιά ανυπομονούσα να μην ξαναβιώσω εξεταστική.
Παλιά, στις πανελλήνιες ευχόμουν αυτό το άγχος να μην ξαναέρθει.
Κάθε στιγμή, βλέπεις τον κόσμο από το παράθυρο μπροστά στο οποίο στέκεσαι. Κι εύχεσαι το επόμενο παράθυρο που θα βρεθεί στο δρόμο σου για να μπορείς να κοιτάζεις τον κόσμο να μην είναι όπως το τωρινό και τα στραβά του. Κι όλη σου η ζωή μια τυράνια. Κι εσύ μια ζωή να γκρινιάζεις. Και να περιμένεις το επόμενο παράθυρο. Δεν το ονειρεύεσαι ποτέ. Μόνο το περιμένεις.
Κι αυτό που θα σε κάνει ευτυχισμένο δεν έχεις ιδέα ποιο παράθυρο μπορεί να είναι. Και τον εαυτό σου μέσα από αυτό δεν τον έχεις φανταστεί ποτέ.
Ξέρεις πως θέλεις να είσαι ευτυχισμένος. Δε σε νοιάζει το πώς και δεν έχεις ιδέα τι θα μπορούσε να σε κάνει. Δε σε αφορά.
Εσύ έψαχνες πάντα την αγάπη. Δεν σε ένοιαζε ποιος θα τη φέρει και δεν τον φανταζόσουν ποτέ.
Και η αγάπη ήρθε. Την κατάλληλη στιγμή. Τη στιγμή που η δική σου ψυχή ήταν έτοιμη.
Και περιμένεις κάποια μέρα να έρθει και αυτό που θα ερωτευτεί η καθημερινότητά σου.
Σε μάθανε να θέλεις να γίνεις καλός. Ο καλύτερος. Γιατί μόνο για εκείνον υπάρχει θέση. Γιατί μόνο έτσι μπορεί να γίνεις επιτυχημένος. Και σε έκαναν να πιστέψεις πως η ευτυχία πηγάζει από την επιτυχία.
Κι εσύ μπερδεύτηκες. Γιατί μια ζωή πάλευες για το καλύτερο. Κι ας μην το ήξερες. Και τώρα έρχεται μια μέρα που ο καλύτερος είναι ακριβός πολύ και άρα απρόσιτος. Άρα δεν τον αγοράζεις. Ο μέτριος είναι φτηνότερος αλλά η δουλειά σου βγαίνει και με ελάχιστα. Διαλέγεις λοιπόν κι εσύ έναν τυχαίο ίσα να βγαίνει η δουλειά, να φοβάται ότι θα τον διώξεις και να μη ζητάει και πολλά.
Και κάπως έτσι φεύγουν όλοι αυτοί που μόχθησαν να γίνουν καλοί ή οι καλύτεροι και τους αναγκάζεις να πνιγούν στις ενοχές που ήξεραν από νωρίς τι ήθελαν να κάνουν. Και φέρνεις κοντά σου κάθε έναν που ποτέ του δε φαντάστηκε τι θα ήθελε να γίνει και που ίσως με αφέλεια ήθελε να γίνει ευτυχισμένος.
Φτιάχνεις έτσι μια χώρα μετρίων. Μια χώρα αναποφάσιστων. Μια χώρα γεμάτη αβεβαιότητα. Γεμάτη ανθώπους που με την ίδια ευκολία που κάποτε ψήφιζαν αριστερά τώρα ψηφίζουν ακροδεξιά. Μια χώρα που υποκύπτει σε κάθε είδους λαϊκισμούς και προπαγάνδας. Μια χώρα που αναζητά μονάχα το εύκολο και το γρήγορο.
Κι εσύ μένεις μονάχος, στο δωμάτιό σου να επιλέγεις να ονειρεύεσαι τα ανάλαφρα χρόνια που κάποτε έζησες κι ας σου φαίνονταν ζόρικα τότε και να ελπίζεις πως κάποια στιμγή θα βρεις τι θέλεις να κάνεις.
Δεν έβλαψες άλλωστε κανέναν εσύ. Εσύ τι θα σε έκανε ευτυχισμένο έψαχνες.
Κι ελπίζεις πως μέσα από όλα αυτά που κάνεις για να επιβιώσεις θα το βρεις.
Μπορεί άλλωστε όντως τα διαμάντια να είναι κρυμμένα στα λασπόνερα.
Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012
Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει
Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012
Πάντα κάποιος θα ταΐζει τα περιστέρια
Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011
δε ξέρω μα δε γυρίζω
Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011
de-coding
Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011
earth-quit
Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011
λάφυρα
Παρασκευή 8 Ιουλίου 2011
Τους ανθρώπους της ζωής μου
Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011
Σήματα φωσφορικά
Κι είναι ένας ήλιος κόκκινος πού'χει βουτήξει μέσα στη δύση της ίδιας του της αντανάκλασης.
Ή μήπως η αντανάκλασή του ανατέλει μές στα νερά τα κόκκινα του ήλιου της;
Και ποιος από τους δυό μας πεθαίνει την ώρα που γεννιέται η εικόνα της ζωής του; Ποιος χάνεται μέσα στον άλλο; Πρώτος.
Θα πεις κι οι δυο. Μα εγώ θά'θελα να διαλέξεις.
Κι έχεις ξεχάσει τι θα πει να σε προσέχεις. Βλέπεις το φρόντισα εγώ. Κι έχω σταματήσει να συναντώ το φόβο. Βλέπεις μπήκες εμπόδιο στο δρόμο προς εμένα.
Κι αν είναι κάτι πιο δυνατό απ'τη μνήμη είναι η λήθη. Ή μήπως η λήθη πέφτει στο πεδίο αυτού του ουρανού και βυθίζεται σε ένα χρώμα κατακόκκινο. Κι εσύ δεν έχεις ιδέα τι θα πει να ξεχνάς.
Θα το τολμήσω! Νικά αυτή που πιο πολύ αγαπάς. Ή πιο πολύ σ'αγαπάει. Αυτή μπορεί μονάχα να θυσιαστεί.
Και σημασία καμιά δεν έχει αν θα νικήσει ή αν θα νικηθεί.
Γιατί μετά από κάθε φορά που αγάπησες ή αγαπήθηκες βγαίνεις αλώβητος. Κι άσε τις λιποψυχίες και ζήτα το χάδι ευθέως.
Να αγαπάς.
Σάββατο 28 Μαΐου 2011
Vs
Το είχε γράψει πριν από κάμποσο καιρό ο Γ. Ευαγγελάτος στο φβ. Και η αλήθεια είναι πως κάποια στιγμή με γλίτωσε και από αρκετές αναλύσεις. Και μια ακόμα αλήθεια είναι πως η σύγκριση δεν είναι θέμα που με αγγίζει εδώ και χρόνια. Θέμα συνειδητοποίησης, θέμα σταδιακής αυτογνωσίας, θέμα αδιαφορίας. Θα προτιμούσα το δεύτερο. Όχι γιατί πρέπει πάντα να βγαίνει κανείς κερδισμένος από μια σύγκριση, αλλά γιατί καμιά σύγκριση δεν έχει νόημα όταν μιλάμε για αισθήματα. Και σαφώς και αναφέρομαι στο πρώιμο εκείνο στάδιο που τα αισθητήρια μόλις έχουν αρχίσει να πετάνε σπίθες και ούτε λόγος φυσικά για συν-αισθήματα. Ουσία και αξία έχει το να ξέρεις τον εαυτό σου και να προσπαθείς συνεχώς να τον μάθεις και να τον προσεγγίσεις ώστε να μπορείς να επικοινωνήσεις μέσω αυτού με τους γύρω σου. Δε θα σε ερωτευτεί κανείς λιγότερο για την ατέλεια ή τη στροφή σου ούτε περισσότερο για το αψεγάδιαστο και το ευθύ σου. Ο έρωτας ενδεχομένως και μέσα από την αδυναμία που κρύβει, δεν είναι εκ των πραγμάτων συναίσθημα τελειότητας. Όχι, δεν εννοώ πως δεν είναι συναίσθημα ολοκληρωτικό. Εννοώ πως είναι συναίσθημα που κρύβει μέσα του την αναζήτηση, την ανησυχία, την ερώτ-ηση. Ίσως ακούγεται υπερβολικό μα το πιστεύω πως ερωτεύεται κανείς τις ατέλειες. Ένα λακάκι στο μάγουλο, μια παχουλή μέση, ένα αδέξιο χαμόγελο, μια αβεβαιότητα στο βλέμμα, τις φακίδες του καλοκαιριού, μια μικρή ελίτσα, ένα στραβό δοντάκι. Ερωτεύεσαι και την απαράμιλλη ομορφιά και τα καταγάλανα μάτια και τα μακριά απαλά μαλλιά και το ομορφοφτιαγμένο σώμα μα όλα αυτά είναι έτσι κι αλλιώς θέμα αισθητηρίων. Δεν κρύβουν μέσα τους τρυφερότητα, χαμόγελα σε μια μοναχική σκέψη πριν κοιμηθείς, ούτε και αφοσίωση.
Δε μου αρέσουν τα τσιτάτα περι ανούσιου και αύταστου του τέλειου γιατί κάθε αληθινό αίσθημα είναι τέλειο και δε στερείται τίποτα κανενός αντίστοιχού του ίσως και μόνο μέσα από τη μοναδικότητά του. Και ναι σίγουρα υπάρχουν κλίμακες και κατατάξεις και αξιολογήσεις. Αλλά οι λόγοι για δαύτα είναι καθαρά πρακτικοί. Και ας μην μπερδεύουμε ανόμοια πράγματα.
Δεν ερωτεύτηκες ποτέ το ωραιότερο κορίτσι του κόσμου γιατί δεν υπάρχει. Δεν ερωτεύτηκες ποτέ την τελειότερη μελωδία γιατί δεν υπάρχει. Δεν ερωτεύτηκες ποτέ την ομορφότερη μυρωδιά γιατί δεν υπήρξε ποτέ.
Τέλειο καθιστά κάτι το αποτέλεσμά του. Το αίσθημά που γεννά, αν είναι τέλειο.
Μη βάζεις τον εαυτό σου σε διλήμματα γιατί τη μελωδία της καρδιάς σου δεν την υπακούει κανείς από τους δύο συγκριθέντες. Ψάξε το ένα. Το μοναδικό. Αυτό που δεν υπάρχει όμοιό του κι ας μην είναι αντικειμενικά αυτό που θα ήθελε ο καθένας.
Ή μάλλον όχι. Μην το ψάξεις. Αυτό το ένα, που είναι για' σένα, θα σε βρει. Όπου και νά'σαι.
Κυριακή 10 Απριλίου 2011
κινούμενος στόχος
Θα χτυπάει το κουδούνι και θα ξέρεις ποιος είναι.
Δε θα ρωτάς.
Θα ξέρεις. Δε θα περιμένεις.
Θά' ναι ήδη εκεί. Δε θα παίρνεις.
Θα έχεις. Δε θα ζητάς. Θα σου δίνει.
Δε θα τελειώνει.
Θα ζει.
Δε θα φοβάται. Θά'σαι για πάντα.
Δε θα φοβάσαι. Θα σου ανήκει.
Τελειώνει μονάχα καθετί που δεν ανήκει σ'εμάς. Καθετί ξένο. Καθετί που φτιάχτηκε για κάποιον άλλον κι έπρεπε εμείς να το φυλάξουμε ώσπου να περάσει στο επόμενο στάδιο της πορείας προς τον τελικό προορισμό του.
Η αλήθεια είναι πως είναι μεγάλη πληρότητα το αίσθημα του τελικού προορισμού. Και είναι σαφές πως λιμάνι και καράβι είναι ρόλοι αντιστρέψιμοι.
Είναι ωραίο να ξέρεις πως έφτασες. Και ο προορισμός είναι ωραίο να μην είναι κινούμενος στόχος. Όλα είναι θέμα οπτικής.
Αλλά είναι καλύτερο ο στόχος να είναι κοινός και κρατημένος από δυο ζευγάρια χέρια. Γιατί η διαδρομή δεν τελειώνει μόλις βρεις συνοδοιπόρο. Για να είμαστε ειλικρινείς τότε αρχίζει.
Και στην πραγματικότητα δεν τελειώνει ποτέ.
Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011
έκθεση
Θά'θελες να μπορείς να μοιράζεσαι τα πάντα. Το ξέρουμε κι οι δυό. Μα υπάρχει μια λεπτή ισορροπία που ενώνει το τι αντέχεις εσύ και τι αυτός που θά'πρεπε να κοιτάς όταν μιλάς. Υπάρχουν αυτά που θα πληγώσουν εκείνον και επιλέγεις κάποιες φορές να τα ξεχάσεις για να αποφύγεις τη σκιά στο βλέμμα του. Κι υπάρχουν κι εκείνα που επιλέγεις να αποφύγεις να μοιραστείς γιατί είναι τόσο λίγα μπροστά σε αυτό που είχες ονειρευτεί που σε φυτεύουν στη φτήνια σου.
Πολλές φορές ταλαντεύεσαι μεταξύ του ποιος από τους δύο αντέχει περισσότερο και η έκθεσή σου ποιον από τους δύο θα σώσει. Είναι που αγαπάς και την αυτοθυσία και λες εσύ να αντέξεις. Κι είναι κι άλλες φορές που εύχεσαι, ικετεύεις σχεδόν, να μην ανακατέψει κανείς τη σούπα και να βυθιστούν όσα δε μπόρεσαν να αναδυθούν. Πιο πολύ γιατί εσύ δεν τα μέτρησες στα όσα έχεις ζήσει, και στον άλλον δε θα προσφέρουν τίποτα από ένα ακόμα λόγο να νιώσει αμήχανα. Μπορεί και ενοχικά.
Αν δεν ερωτευτείς τότε τον έρωτα δεν τον έζησες ποτέ. Μπορεί με χίλιους δυο ανθρώπους να ενθουσιάστηκες μα τον έρωτα δεν τον έζησες. Αν δεν σε πήρε ο ύπνος στα χέρια κάποιου τότε το χάδι και τα όνειρα στην αγκαλιά του δεν ήρθαν ποτέ.
Όσα δεν πρόλαβες να ζήσεις, δε θα μπορούσαν ποτέ να είναι όλη σου η ζωή.
Όσα δεν πρόλαβες να πεις, δεν θα μπορούσαν να είναι ποτέ τα κρυφά σου. Μπορεί απλά να μην ήταν ούτε καν δικά σου, γι'αυτό και να προτίμησες ποτέ να μην τα μοιραστείς. Ξέρεις καλά τι θα πει να ζεις με ψίχουλα. Ξέρεις πόσο σε πληγώνει να ζεις με δαύτα. Ξέρεις την ίδια εκείνη στιγμή που κάποιος αδιάφορα τα πετάει μπροστά στα πόδια σου πόσο απελπισμένος φανταζεις στα μάτια σου μαζεύοντάς τα.
Ξέρεις τι θα πει να πείθεις τον εαυτό σου πως σου φτάνει μια "αγάπη" μικρή για να την ανθίσεις και να σε ζήσει. Μη με ρωτάς λοιπόν πώς γίνεται να έχω μάθει να είμαι αυτάρκης.
Δεν υπήρξα ολιγαρκής, τουλάχιστον, παρά το τι επέλεγα να δείχνω. Ή να δίνω.
Σάββατο 19 Μαρτίου 2011
see/a
Σού΄χω λίγες λέξεις φυλαγμένες για σήμερα. Μια στιγμή απ'αυτές που θα άξιζαν να σε
ζήσουν, να σε κρατήσουν,να σε στοιχειώσουν. Δεν ξέρω αν την κατάλαβες όταν μου τη χάριζες ή αν είχα απλά πληκτρολογήσει το μυστικό συνδυασμό κι άφησα την αγάπη σου να σταλάζει. Δε θέλω να ξοδεύεται. Μ'αρέσουν οι εισαγωγές. Μ'αρέσει πριν σου πω το "Σ'αγαπάω" να σου μιλήσω για το τι μου θύμισε η πρόθεσή μου ή η παρουσία σου.
Θυμάσαι τι σού'χα πει; Μακάρι μια μέρα να μπορέσεις να σε δεις μέσα απ'τα δικά μου μάτια. Να την αγγίξεις την ομορφιά σου. Κι άκου τι δώρο μού'κανες. Είχες μια απόγνωση που με φιλούσες. Μια στεναχώρια και μια θλίψη. Δε χαμογέλασες λεπτό. Λες και πάλευες να κατασπαράξεις κάθε τι που νόμιζες πως ήθελε να σου ξεφύγει. Πληγωνόσουν και με πλήγωνες την ίδια στιγμή.
Κι όταν κουράστηκε το σώμα σου να με κερδίζει, στάθηκες πλάι στο φως να με κοιτάξεις. Και τι πρωτόγνωρο για' μένα. Στράφηκα προς τα μάτια σου. Τα ζωγραφιστά. Τα ομορφοσκάλιστα. Κι είδα τις κόρες να διαστέλλονται και να θεριεύουν. Κι όσο κι αν δεν το πίστευα ποτέ είδα βαθιά σ'εσένα. Εσένα. Αν ήταν θάλασσα τότε θά'χα στα σίγουρα πνιγεί.
Κι όπως μεγάλωναν οι υδρόγειες σφαίρες που φτιάχνουν τον κόσμο που μου χαρίζεις σαν μ'αγαπάς, μεγάλωνε η αντανάκλασή μου στα μάτια σου. Βρεχόταν και γλύκαινε. Γυάλιζε κι ας ήταν το φως λιγοστό. Έμοιζα φωτεινή, σχεδόν σαν άστρο κι είχα μια όψη τρυφερή καθώς σε κοιτούσα και πάλευα να σε κρατήσω ασάλευτο προτού χαθεί η μορφή μου στο κυμάτισμά σου.
Γι'αυτό σε νόμισα για θάλασσα. Με νερό κρυστάλλινο. Πέρα για πέρα διαυγές. Κι είδα και χρωματιστά νούφαρα να κερδίζουν στα ύδατά σου το είδωλό τους. Απλά επιπλέοντας. Τι δώρo θεέ μου. Ένιωσα πως στεκόμουν πάνω από διαυγή νερά και πως έλαμπε ένας ήλιος κάπου στο βάθος. Κι εγώ με κοιτούσα για πρώτη φορά λες και δεν είχε υπάρξει ποτέ καθρέφτης κι ήμουν μονάχα αυτό που έφτιαχναν οι άλλοι. Κι όπως με κοίταξα είδα στ'αλήθεια τι είμαι εγώ και τι μπορώ να γίνω. Κι ευχόμουν να μη σαλέψει τίποτα, μητε αέρας, μήτε ψυχή και χάσω αυτό που με έκανες να δω. Kαι ξέρω. Ήσουν διάφανος κι ούτε λεπτό δε φοβήθηκα μην κάποια ασχήμια ξετρυπώσει και τη δω μέσα από τα μάτια σου, στο πρόσωπό μου.
Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011
χέρια ερωτευμένου
Πώς τα φοβήθηκα νά'ξερες τα χέρια που άφησες να σε παραβιάσουν.
Πόσο τα ζήλεψα η φτωχή νά'ξερες.
Πόσο τ'αγάπησα που κράτησαν ένα κομμάτι της ψυχής σου.
Αν είχα θεό να πιστέψω θα έκανα μια προσευχή. Νά'τανε βουτηγμένα στην αγάπη και στο μύρο του έρωτα.
Μα τι αφέλεια θά'τανε να τα θεωρώ χέρια ερωτευμένου.
Βλέπω τις νύχτες στους εφιάλτες σου τις χαρακιές πάνω στα χέρια σου. Απ'τους αγώνες σου να σώσεις την καρδιά σου απ'τα μαχαίρια που την κρατούσαν. Πόσο τα φοβάμαι τα χέρια σου να μην ξαναματώσουν.
Και την καρδιά σου φοβάμαι. Μην πληγωθεί κι αρχίσουν πάλι οι μνήμες να ξύνουν τις πληγές.
Μα πώς το μπόρεσα να αργήσω χρόνους να σε κρατήσω.
Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011
Του Αγίου Βαλεντίνου (μου)+1
Θα σ'ερωτευόμουν ακόμα κι αν ήσουν αέρας χειμωνιάτικος. Παγωμένος και υγρός. Κι αν μου κρυστάλλωνες τα δάκρυα και μου έσκιζες τα χέρια θα σ'ερωτευόμουν. Για την καθαρή ανάσα που θα μου χάριζες.
Θα σ'ερωτευόμουν και αν ήσουν αεράκι Αυγουστιάτικο. Φεγγαρένιο. Κι αν έπαιρνες τα μαλλιά μου απ'τους γυμνούς μου ώμους και ανατρίχιαζες το δέρμα μου θα σ'ερωτευόμουν. Για τη γλύκα και τη νοσταλγία που θά'φερνε στη γεύση μου η αλμύρα του αέρα σου.
Θα σ'ερωτευόμουν κι αν ήσουν φεγγαράκι μισό. Ξαπλωμένο και δηλωτικό μιας θάλασσας τρικυμισμένης. Κι αν έφερνες φουρτούνα στην ψυχή ή το ταξίδι μου και φόβιζες τον ήρεμο ύπνο μου θα σ'ερωτευόμουν. Γιατί θα μ'άφηνες να ξαπλώσω τα όνειρά μου στην πλαγιαστή ράχη σου και να τα ξεκουράσω.
Θα σ'ερωτευόμουν κι αν ήσουν ευωδιά Πασχαλιάς στο δρόμο για το χωριό του μπαμπά μου. Κι ας έκανες το μωβ της χρώμα να μοιάζει λίγο μπροστά στη μυρωδιά σου, ακόμα και για' μένα που αν διάλεγα χρώμα για τον ουρανό μου, θά'ταν το μωβ. Γιατί θα με μεθούσες και θα σκεφτόμουν τη θέα από το σπίτι της γιαγιάς μου και τις βόλτες τη Μεγάλη Πέμπτη στους κήπους για να μαζέψω λουλουδάκια στο κόκκινο καλαθάκι μου.
Θα σ'ερωτευόμουν κι αν ήσουν δρόμος στο κέντρο κάποιας μεγαλούπολης. Κι ας σε διέσχιζαν χιλιάδες αμάξια κάθε μέρα κι ας είχαν γκριζάρει τα μοτίβα σου κι ας είχαν παραβιάσει τη διακριτικότητά σου χιλιάδες περαστικοί σβήνοντας στο σώμα σου τσιγάρα και γράφοντας άψυχα συνθήματα στους τοίχους σου. Γιατί θα μ' άφηνες να αφουγκραστώ τα μυστικά που τόσοι κάθε μέρα σου χαρίζουν απλόχερα κι έστω και στης ζωής μου το αδιέξοδο εσύ θα μού'δινες χώρο και δρόμο να τρέξω.
Θα σ'ερωτευόμουν. Όπου κι αν σε συναντούσα. Όπου κι αν υπήρχες. Όπου κι αν ανέπνεες, θα σ'ερωτευόμουν.
Πως θα ζούσα για' σένα.
Πως μετά το εσύ θα ξεχνούσα το εγώ.
Πως ο τρόπος για ν'αγαπάει κανείς γεννιέται και ζει στον τρόπο που με κοιτάς. Και δεν πεθαίνει ποτέ.
Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2011
μονοπάτι
Δεν πίστευα ποτέ πως θα ερωτευόμουν μια γραμμή χειλιών. Νά'ξερες πόσες στιγμές ξεκλέβω σαν μου μιλάς για να τη χαζέψω. Εσύ μιλάς και το βλέμμα μου ρυάκι που ξεχύνεται στο στόμα σου.
Και τις σταγόνες απ'το ποτό σου νά'ξερες πώς ζηλεύω σαν ξεχαστούν στις άκρες των χειλιών σου. Ας είχα ένα τρόπο να στις κλέψω πριν χαθούν στη γεύση σου. Να ρουφήξω τα λόγια σου που ψηλάφησαν τόσο γλυκά χωρίς καν να τις πάρεις είδηση.
Νά'μουν κι εγώ μια τόση δα σταγόνα απ'το κρασί σου.
Μια πορφυρή σκιά στα χείλια σου νά'μουν.
Να ξεγλιστρούσα απ' το ποτήρι και να κρυβόμουν εκεί που φωλιάζουν τα μυστικά σου. Οι φόβοι σου. Εκεί που βουλιάζουν, σαν άγκυρα και σε κρατάνε δεμένο και σ'εμένα δε φτάνεις ποτέ. Κι ένα βράδυ που θα πάλευες κάτι να κρύψεις στην αριστερή άκρη, που σε προδίδει σε κάθε χαμόγελο, θα έβαζα τρικλοποδιά στις λέξεις σου και θα ξεκλείδωνα όλες σου τις εικόνες και θά'φτανες απέναντι. Σε ό,τι αγαπάς. Κι εγώ ελεύθερη πια θα πνιγόμουν στο στόμα σου κι άς τέλειωναν όλα εκεί.
Τι ψέμα. Ποτέ δε θα το άντεχα. Πόσο μάταιη θά'ταν η προσπάθειά μου να με πείσω πως θα μου αρκούσε να ξεφύγεις απ' όσα σε κυνηγούν κι εγώ ας πήγαινα στο καλό. Θέλω σαν θα ξεφύγεις να' ρθείς σε' μένα. Να με αφήσεις να μάθω να ψηλαφώ τα χείλια σου. Να δω το ταίριασμα και τον τρόπο που βυθίζεται το φιλί σου στη γεύση μου.
Μα αφού σε πνίγει ο φόβος σου εσένα ποιος άλλος τρόπος θά'κανε τα κρυφά σου ασφαλή μακριά από' σένα;
Έχω τον τρόπο.
Στάσου μονάχα ένα λεπτό ασάλευτος. Έτσι, σιωπηλοί ας μείνουμε στα σκοτεινά για να τιμήσουμε την προσπάθεια και κάθε αγώνα σου να με φτάσεις. Κι ας μη νίκησες ποτέ. Κι όταν περάσει το λεπτό θα αφήσουν τα χείλια μου στα δικά σου το μονοπάτι που θα σε φέρει σ' εμένα. Σ'ένα φιλί. Κι αυτά που θα ακολουθήσουν σου τα αφήνω εν λευκώ.
Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011
crack
Άσε με να μπορώ να τρυπώνω μέσα απ' τις χαραμάδες που (μου) αφήνεις για να μη μου κρυώνεις στα σκοτάδια της ζωής σου.
Άσε με να γίνω φως για' σένα.
Απ'τη ζωή ως την ψυχή σου.
Θά'μαι για' σένα. Εγώ δική σου και για' σένα. Για τις στιγμές, τις αγκαλιές, τα νεύρα και τις χαρές σου. Εγώ δική σου και για' σένα. Μέχρι που κάθε φορά που θα πηγαίνω να μιλήσω για'μένα να βάζω μπροστά το εσύ.
Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011
γιατί σ'αγαπώ
-Δεν είμαι μαγικός καθρέφτης, μικρή μου!
-Ναι, αλλά θέλω να είμαι για εσένα η ομορφότερη από όλες! Πες μου, είμαι;
-Έχω μετρήσει ίσα με χίλια πρόσωπά σου! Για ποιο απ'όλα να σου πω;
-Ποιο ήταν το πιο όμορφο;
-Όλα ήταν!
-Μη με παιδεύεις! Πες μου!
-Όταν σε πρωτοείδα. Αυτό με μάγεψε. Αυτό στοίχειωσε τα όνειρά μου. Αυτό δε θα με αφήσει να σε ξεχάσω.
Σκέψου. Κάπου στο μετρό, μια φράση σου με κάνει να σκεφτώ την ομορφιά ενός κοριτσιού μέσα από τα δικά σου μάτια. Και λίγη ώρα μετά βλέπω την αγάπη σχηματοποιημένη.
"Σ'αγαπώ γιατί είσαι εσύ", της λέει και την κοιτάζει μέσα στα μάτια. Εγώ χρόνια μακριά τους κι όμως κάπου στα όνειρά μου τους είχα ξαναδεί. Γύρω στα 50 πρέπει να ήταν. Και κοιτάζονταν μέσα στα μάτια λες και ήταν οι δυό τους. Λες και ο εφηβικός έρωτας τους είχε ξεχάσει κι απόψε τους βρήκε στο φτερό, να μοιράζονται μια αγκαλιά.
Το ζήλεψα. Να με κοιτάξεις έτσι. Θέλω. Να περάσουν τα χρόνια, μπορεί κι εγώ μαζί με αυτά κι ένα βράδυ να με κοιτάς στα μάτια και να μου λες πως μοιάζω όμορφη κι έχεις λόγο να με αγαπάς. Για ένα βράδυ. Θα το μπορούσες; Να μου μουρμουρίζεις τραγούδια και στιχάκια που σου θυμίζουν όσα αγάπησες και ξαφνικά σε μια στιγμή και μια δική μου αγκαλιά τα ξανάζησες όλα. Κι έγινα εγώ μια αφορμή.
Τι ομορφιά. Να γίνεσαι αφορμή για να αγγίξει κανείς όσα έχει αγαπήσει.
Ας γινόμουν για' σένα ένα βράδυ που πέρασε και σε έφερε ένα βήμα στη ζωή σου πιο κοντά.
Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011
αναδρομή #2
Πού νά’σαι απόψε; Μπορεί σ’ ένα στενό παράλληλο να προσπαθείς κι εσύ να ξεχάσεις. Ή να θυμηθείς. Εμένα. Ή εμένα; Αν και ο στόχος σου θα έπρεπε να είναι η λήθη. Να μην ξέρεις πως όσα ζήσαμε υπάρχουν. Πως γινόταν κανείς να νιώσει ό,τι ένωσες. Εσύ που δεν ένιωθες. Πού είσαι απόψε; Που δεν υπάρχουν αποστάσεις; Κι όμως βρεθήκαμε τελικά στο μακριά. Ξανά. Στο χώρια. Πώς γίνεται το χώρια να πονάει λιγότερο από το μαζί; Πώς γίνεται να διαλέγεις κάτι για να σώσεις το μέλλον όταν βάζεις με δαύτο φωτιά στο παρόν; Δεν είναι που δεν ένιωσες. Αυτό θα το άντεχα. Είναι που τό’ βαλες στα πόδια. Που ξέρεις τι θέλεις και που προσποιείσαι πως χωρίς αυτό θα βρεις την άκρη.
Μείνε.
Κι άσε τα αντίο να γεμίζουν στιγμές άλλων. Αδειανές. Εμείς φτιαχτήκαμε για το μαζί. Και το χώρια είναι άνυδρος πλανήτης.
Όλα αδειανά χωρίς εσένα. Μα και πάλι. Εμένα δε με χωράει ο τόπος.
Λίγες σιωπές μετά
Σε κάποιο όνειρο
Θα σε κρατήσω
Θα σου μιλήσω
Δε θα φοβάσαι. Θα νιώθεις.
Ακόμα.
Πόνο και ζωντανός.
Θα συναντηθούμε σε μια ήρεμη, γλυκειά και σιωπηρή νύχτα.
Και θα σου μιλήσω.
Να μείνεις θα ευχηθώ. Και θα στο πω.
Θα με αναζητήσεις. Κάποιο βράδυ.
Σ’ ένα χάδι μεθυσμένο.
Σ’ ένα βράδυ που εύχεσαι να ξημερώσει γρήγορα. Για να μοιάζουν οι στιγμές μακριά μου πιο λίγες απ’τη ζωή σου με εμένα. Και να μη βρισκεις τότε τίποτα να μου προσάψεις.
Γέλα μου. Σα να το ήθελες στ’αλήθεια και σα να το εννοούσες.
Γέλα. Σα να το εννοείς.
Γέλα. Όπως σε θυμάμαι.
Κι αυτή η μελωδία γεννιέται και πεθαίνει σα να μη βρήκε ούτε ένα λόγο για να ελπίσει.
Θα ψάχνω παντού τα μάτια σου. Μα πάντα τελικά θα φτάνω σε αδιέξοδο.
Κι αυτή η αλήθεια σε ποια μάτια υπακούει περισσότερο; Και πιο αφοσιωμένα;
Τελείωσαν πια οι μελωδίες. Ο κόσμος όλος έγινε άναρθρες κραυγές.
Κι όποτε πάω να αγκαλιάσω την ανάμνησή σου, τα χέρια μου χτυπούν αδέξια τον αέρα. Κι ενώ στ’αλήθεια τότε θα ήθελα να θυμάμαι- τι ειρωνία!- εγώ ξεχνάω!
Μια μελωδία προτού τελειώσει ξαναρχίζει. Κι επιμένω να τη μουρμουρίζω μέχρι στο τέλος να φτάσω. Λες και μου υποσχέθηκαν πως εκεί που τελειώνουν οι νότες μ’αγκαλιάζεις εσύ.
(Σκόρπιες φράσεις. Από ένα live. Και από' μένα)Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2011
αναδρομή
Μα τι ανόητη! Αν δεν ήσουν εσύ δε θα είχα γελάσει...
Με την καρδιά
Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2011
Ευωδιάζουν οι στιγμές
Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010
(α)πιστη
Κάθε φορά το ίδιο. Φτιάχνεις το παραμύθι σου και τρυπώνεις μέσα. Κι είσαι και βέβαιος πως και στη ζωή σου έτσι είναι όλα. Μα θύμισέ μου! Εσύ πουλήθηκες ποτέ; Την ψυχή σου που κλαις και που λυπάσαι θα την εμπιστευόσουν; Εσύ, εκ των έσω. Που τα μυστικά σου τα ξέρεις και γίνονται νυχθημερόν ενοχές και σε καίνε. Μόνο ως πού μπορείς να φτάσεις δεν ξέρεις. Πόσο όχι-εσύ μπορείς να γίνεις. Πόσο κι εσύ ακόμα θα μπορούσες να σε μισήσεις και να σε φοβηθείς.
Στό'χω ξαναπεί. Η προδοσία είναι πράξη αυστηρά εγωκεντρική. Ξεκινά και τελειώνει σε εσένα. Με εσένα. Μη μπερδευτείς! Δε σου ζητάω να πνιγείς στη μοναξιά. Γίνεται δυο ψυχές να φτάσουν στο επέκεινα και να μην προδοθούν. Μα όχι όλες. Χρειάζεται κλειδί και κλειδαριά. Με τρόπο αμφιμονοσήμαντο(θεωρώ). Γι'αυτό να ελπίζεις. Το μυστικό συνδυασμό να προσμένεις.
Χωρίς πίστη όμως.
Για να πιστέψεις περίμενε πρώτα το θαύμα.
Έτσι έκαναν λέει και οι πιστοί Χριστιανοί. Και έπεφταν τη νύχτα για ύπνο ήρεμοι.
Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010
ναι, είπα
Μετρό. Στάση ΑΚρόπολη και το shuffle του ipod μου έστειλε τη Μελίνα Ασλανίδου να μου κάνει παρέα. Χτες αργά το βράδυ ξεκίνησε το παραμύθι. Ένα αυτο-κριτικό μήνυμα σε λίγες γραμμές τά'λεγε όλα:"Ερωτευμένη με τον έρωτα. Αυτό είσαι!". Και το προβάλεις στον πιο κοντινό πειρασμό κάθε φορά, προσθέτω εγώ. Τό'χει η καρδιά σου ρε παιδί μου, το θέλει όσο τίποτα να ερωτευτεί, να δώσει, να μοιραστεί, να ζήσει. Παρέα. Το ζητάει το δέρμα σου και πάνω από όλα οι πληγές σου το χάδι και την αγκαλιά.
Ξεκινώντας από το άγαλμα της Μελίνας(σύμπτωση τα ονόματα γλυκιά)όπως κάθε φορά, περπατώ το δρόμο των αφορμών και ζωντανεύω όλες τις εικόνες που μού'γιναν πληγές μα κατέληξαν να είναι ένα γλυκό μουδιασμένο χαμόγελο τη στιγμή που τα μάτια φτάνουν κάθε φορά στο σημάδι.
Πάντα στην αρχή συγκρίνεις. Κι όλα σου μοιάζουν πρωτόγνωρα. Ξεχωριστά. Κι υπάρχει βέβαια και μια φορά που πράγματι είναι. Και τότε λες "Θα παω. Δεν το αφήνω. Θα πάω κι όπου βγει.". Είπαμε άλλωστε. Τό'χει η καρδιά! Όλες τις άλλες φορές πνίγηκες στην άρνηση και στους δισταγμούς. Αλλά αυτή τη φορά είναι αλλιώς και τόσο που την αγαπάς τη στιγμή σου και τη ζωή σου δε θα την αφήσεις να σου γλιστρήσει.
Απλώνεις τον εαυτό σου, τα καλά και τα άσχημά σου, αυτά που ξέρεις κι αυτά που σου λείπουν κι αναζητάς συνταξιδιώτες να ταιριάξει ο ένας στο παζλ του άλλου και να μάθετε τη στιγμή σας παρέα. Βλέπεις τα πιθανά ταιριάσματα κι όποτε νιώσεις αρμονία τραβάς το χέρι του άλλου κι αρχίζουν τα από κοινού. Για όσο.
Δεν είσαι ολόκληρος. Ακόμα. Κι αυτό ναι, φέρνει φόβο. Ανασφαλής παρουσία είσαι και τρέμεις μην το δουν. Μα η δειλία στη ζωή είναι κατακριτέα κι εσύ προτιμάς τον πόνο από το κακό όνομά σου. Γι'αυτό και δεν αφήνεις τίποτα να σου ξεφύγει. Κι αυτό να ξέρεις. Θα χρειαστεί να το μάθεις και σε άλλους. Φοβούνται οι άνθρωποι να παίξουν. "Σαν δει η μάνα τσακισμένα τα γόνατά μου θα με κατσαδιάσει" έμαθαν να λένε από παιδιά και προτιμούσαν πάντα να κοιτούν το παιχνίδι από μακριά.
Μα δεν είναι έτσι. Είναι στ' αλήθεια η ζωή μια τρέλα. Ένα παιχνίδι΄Και τα παιδιά ξεχωρίζουν από τα μάτια κι απ'τα παιχνίδια τους. Γι'αυτό μη σταματάς. Σε τίποτα. Ο έρωτας είναι τρόπος ζωής. Κατοικεί σε σώματα και ψυχές που δεν το φοβούνται και παίρνει μορφή σε πρόσωπα που δηλώνουν υπόσχεση για ομορφιά και ταίριασμα. Μην μπερδευτείς. Δεν είναι πάντα ο ίδιος. Είναι φορές που είναι ρυάκι, κι άλλες ολόκληρη θάλασσα και σε πνίγει. Μα δε σταματάει ποτέ. Άμα τό'χεις το σαράκι μην ψάξεις ποτέ για φάρμακο. Πρόσωπα ψάξε μονάχα να του δώσεις μορφή. Και ταξίδεψε. Μαζί του. Τέχνη είναι ο έρωτας. Ποίηση. Κι αν αγαπάς την ομορφιά πέσε με τα μούτρα. Μάθε τον. ΕΛευθέρωσέ τον. Κάν'τον τραγούδι και χάδι και εικόνα και κίνηση και ζήσε τη ζωή σου μέσα από αυτόν.
Κι αν πληγωθείς μη φοβηθείς. Το λέει το τραγούδι της Μελίνας. Πες πως είναι τρύπια τα παντελόνια σου απλά και πάμε για άλλα όπως όταν ήμασταν μικρά.
Ναι! Είπα. Στους άλλους όχι! Είπα. Αλλά δεν αφορά και κανέναν αυτό.
Αλλά εγώ ξέρεις! Το είπα το ναι.
Ντράπηκα βλέπεις να πω, φοβάμαι τη ζωή.
Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010
λευκή καταιγίδα
Έβαλα πάλι τα χιλιόμετρα να μετρούν. Μόνο που αυτή τη φορά δε θα μας φέρουν κοντά. Απλά συχνά το έχεις ανάγκη και τα βαζεις να τρέχουν. Στη διαδρομή πότε βγαίνει ο ήλιος και μου θυμίζει εσένα. Πότε κρύβεται. Και πάλι εσένα μου θυμίζει. Τους φόβους σου. Όλα αυτά που σε καθίζουν ή σε πνίγουν και σε αναγκάζουν στη φυγή.
Δε φταις εσύ.
Στις παιδικές ταινίες που αγαπούσα πιο πολύ, θυμάμαι πιο έντονα τις στιγμές που ακουγόταν το soundtrack της κάθε μίας. Που η μελωδία έβγαινε από τα κοράλια στους βυθούς, τις φυσαλίδες που χάιδευαν την ουρά μιας γοργόνας, τον άνεμο που τρύπωνε στα ταξίδια της καλαμιάς δίπλα στη θάλασσα, το πέταγμα των πουλιών στον πρωινό ουρανό, τα φύλλα των δέντρων στο απογευματινό αεράκι ακόμη και από ένα χάδι στην πλάτη, ή στο χέρι.
Το ipod στα ταξίδια είναι η καλύτερη παρέα. Ο χρόνος τρέχει πλάι σε μουσικές και σε σκηνές που δεν είναι ποτέ οι ίδιες. Ίσως δηλαδή νά’ναι στιγμή και εικόνα σαν αντιστοιχία. Και ένα τόσο δα πραγματάκι προσθέτει σε αυτό το δυσεύρετο ζευγάρι και τη μουσική. Και ναι, αυτό αγγίζει τα όρια της ευτυχίας.
Τυχαία κάπου 100χιλιόμετρα μακριά από την επιστροφή έπεσε στο δρόμο μου ένα παραμύθι. Από αυτά που μεγαλύτερη αξία έχουν οι ιστορίες που φτιάχνεις εσύ ακούγοντάς τα. Μιλάει για μια λευκή καταιγίδα και το εγραψε ο Παύλος Παυλίδης. Κι ο κόσμος μου μαγεύτηκε και δε μπορώ να επιστρέψω από τότε.
Ο Παύλος τραγουδούσε και τα καλώδια της ΔΕΗ έπαιζαν κιθάρα, τη μελωδική γραμμή, πλήκτρα ακούγονταν από τα φώτα του δρόμου και το ολοστρόγγυλο σχήμα τους, ηλεκτρικό ήχο άφηναν οι ρόδες του αμαξιού σε κάθε φρενάρισμα, βιολί ακουγόταν στο πέταγμα των πουλιών μέσα από τις φυλλωσιές και τσέλο στα σύννεφα που δε σταμάτησαν να τρέχουν.
Οι εικόνες που ήρθαν δεν ξέρω αν ήταν δικές μου, του Παύλου, ή της διαδρομής. Μπορεί να ανήκαν και στους 3 μας και δεν έχει και πολλή σημασία. Άλλωστε τη φωτιά, τη συγκεκριμένη υποθέτω την έχουμε μοιραστεί. Ίσως και από κοινού.
Το σκέφτομαι συχνά τις τελευταίες μέρες το «αν το πιστέψεις στ’αλήθεια η αγάπη μπορεί» όπως και το «αν αφεθείς σ’οδηγάει ο δρόμος». Δεν ξέρω και πολλούς από εμάς να τα κάνουν. Ναι, και τα δύο. Πόσοι νομίζεις ξεπερνάνε τις πληγές τους και μπορούν να ξαναπιστεύουν σε ανθρώπους και να αφήνονται σα να είναι η καρδιά τους εφηβική κι ο κόσμος όλος να μοιάζει παιχνίδι. Και είναι που καμιά φορά αυτή η στιγμή γίνεται τόσο δυνατή που μόλις τελειώσει, παγώνεις κάθε αισθητήριό σου και ξαναζεις την ίδια στιγμή για καιρό, ώσπου ένα πρωί ξυπνάς και σε πραγματικό χρόνο η ανάμνηση παύει να είναι γλυκιά και γίνεται ερωτηματικό και μελαγχολία. Και όσο κι αν πλέον δε θυμάσαι ακέραια κάποια πράγματα ξέρεις πως αυτό που νιώθεις δεν έχει σβήσει και έτσι κι αλλιώς δε γεννήθηκε για να σβήσει. Κι αυτή ακριβώς η μαγεία του αισθήματος αυτού ήταν που σε έκανε να το βάλεις στα πόδια. Γιατί μπροστά στο θαύμα η ανθρώπινη φύση κρίνεται αδύναμη και όταν δε διαλέξει να αναγκαστεί να πιστέψει, φεύγει! Και έχεις για πολλά χρόνια μετά μια ευκαιρία να μετανιώνεις. Ξέρεις, αν γύριζες το χρόνο πίσω θα τα έκανες αλλιώς αλλά από τη στιγμή που δε γίνεται διαπραγματεύεσαι με την πίστη σου αν θα ξανακερδίσεις αυτή την τελευταία ευκαιρία τουλάχιστον να μη φανείς λιγότερος ή ανάξιος του θαύματος αυτού. Κι όσο κι αν ξέρεις πως είναι αχαριστία, θα πλήρωνες όσο όσο να μπορέσεις να το ξαναδεις το θαύμα αυτό και ας μη γελιόμαστε, να γίνει μοναδικό από το μαζί με εσένα.
Δε φταις εσύ.
Αν δεις μπροστά σου δρόμους να ανοίγονται τί θα διαλέξεις; Να τους τρέξεις ή να μείνεις να τους κοιτάς;
Μην αφήνεις τα όνειρα να μένουν όνειρα. Ζούμε μονάχα αυτό που κυνηγάμε. Έτσι κι αλλιώς. Αν δεν ξαπλώσεις με όμορφες σκέψεις για να σου φέρουν και όμορφα όνειρα, τότε και αύριο που θα ξυπνήσεις στα προχθεσινά σου όνειρα θα γυρίσεις.
Φοβάμαι μονάχα αυτή μου την ανάγκη, στο τέλος κάθε δρόμου να με περιμένεις. Όπως και στο τέλος κάθε ονείρου, το ίδιο.
Να ξυπνήσω πλάι σου περιμένω.