Είχα μια μάνα μια φορά।Μου άρεσε να τη φωνάζω "Μαμά μου" για να της θυμίζω πως μου ανήκε κι εμένα।Πως βγήκα κι εγώ από το σώμα της। Από την ψυχή της δεν ξέρω αν βγήκα τελικά।
Έρχονταν κάτι απογεύματα με σύννεφα। Την έβλεπα κι εκείνη σκοτεινή και θαρρούσα πάντα πως έφταιγα εγώ। Πως κάτι είχα κάνει- δε μπορεί- και τη στεναχώρεσα। Ντρεπόμουν πολύ τη λέξη συγγνώμη κι απλά τη ρωτούσα: "Μαμά μου, μ'αγαπάς;" και μη γελάσεις δε θυμάμαι να πήρα απάντηση ποτέ।
Και περάσαμε με τη μαμά μου πολλά φθινόπωρα μαζί। Δε μου απάντησε ποτέ σε αυτή την ερώτηση। Ίσως την απασχολούσε κάτι στην τηλεοραση γιατί συνήθως δεν έπαιρνε καν το βλέμμα της απ'αυτήν।
Θα σου πω και μια ιστορία। Μια φορά ήμουν πιο μικρή και έπρεπε κάπου να λείψει। Φοβόταν μη νιώσω μόνη μου, μη φοβηθώ κι εγώ κι είχε μια ρόμπα κίτρινη τότε, και μου άφηνε। Είχε αφήσει τη μυρωδιά της σ'αυτή τη ρόμπα। Την αγκαλιά της δεν είχε αφήσει μόνο να χωθώ, τον ώμο της να γείρω και τα μαλλιά της να μπλέξω τα χέρια μου।
Τότε ίσως ήμουν πολύ μικρή για να της ζητήσω να μη φύγει। Κι όταν μεγάλωσα πολύ μεγάλη για να μην καταλάβω πως μου έλειπε।
Τώρα πια είναι πολύ αργά και η μυρωδιά απ'τη ρόμπα της έχει φύγει। Το κίτρινο όμως στα μάτια μου, είναι το χρώμα της απουσίας κι ακόμα και σήμερα δεν έχει απενοχοποιηθεί।
(Το συγκεκριμενο κείμενο δε γραφτηκε με αφορμη καποιο συμβαν। Ευτυχως। Προς αποφυγη παρεξηγησεων και ανησυχιας.)
Έρχονταν κάτι απογεύματα με σύννεφα। Την έβλεπα κι εκείνη σκοτεινή και θαρρούσα πάντα πως έφταιγα εγώ। Πως κάτι είχα κάνει- δε μπορεί- και τη στεναχώρεσα। Ντρεπόμουν πολύ τη λέξη συγγνώμη κι απλά τη ρωτούσα: "Μαμά μου, μ'αγαπάς;" και μη γελάσεις δε θυμάμαι να πήρα απάντηση ποτέ।
Και περάσαμε με τη μαμά μου πολλά φθινόπωρα μαζί। Δε μου απάντησε ποτέ σε αυτή την ερώτηση। Ίσως την απασχολούσε κάτι στην τηλεοραση γιατί συνήθως δεν έπαιρνε καν το βλέμμα της απ'αυτήν।
Θα σου πω και μια ιστορία। Μια φορά ήμουν πιο μικρή και έπρεπε κάπου να λείψει। Φοβόταν μη νιώσω μόνη μου, μη φοβηθώ κι εγώ κι είχε μια ρόμπα κίτρινη τότε, και μου άφηνε। Είχε αφήσει τη μυρωδιά της σ'αυτή τη ρόμπα। Την αγκαλιά της δεν είχε αφήσει μόνο να χωθώ, τον ώμο της να γείρω και τα μαλλιά της να μπλέξω τα χέρια μου।
Τότε ίσως ήμουν πολύ μικρή για να της ζητήσω να μη φύγει। Κι όταν μεγάλωσα πολύ μεγάλη για να μην καταλάβω πως μου έλειπε।
Τώρα πια είναι πολύ αργά και η μυρωδιά απ'τη ρόμπα της έχει φύγει। Το κίτρινο όμως στα μάτια μου, είναι το χρώμα της απουσίας κι ακόμα και σήμερα δεν έχει απενοχοποιηθεί।
(Το συγκεκριμενο κείμενο δε γραφτηκε με αφορμη καποιο συμβαν। Ευτυχως। Προς αποφυγη παρεξηγησεων και ανησυχιας.)