Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

λάφυρα

   



   Κι ένα κομμάτι ύφασμα πάντα στα χέρια μου, που κάλυψε κάποια στιγμή το δέρμα σου. Τι κι αν το σώμα σου κάποια στιγμή του ξέφυγε. Έχει τα νώτα το ύφασμά μου καλυμμένα. Κράτησε λάφυρο από την παρουσία σου. Να νερώνει όσο μπορεί την τόση απουσία. Κι αν με ρωτάς έχει διαλέξει το ακριβότερο. 
Ξέρεις πώς ξεχωρίζουν τους αγίους; Χάνονται κι ευωδιάζει  ο τόπος απ'το μύρο. Κι αφήνουν πίσω τους κάτι που δε χάνεται ποτέ. Δεν ξεθυμαίνει. Ώρες ώρες πιστεύω. Σε κάτι άγιο. Μπορεί και θείο. Βλέπεις η μυρωδιά σου όσο κι αν λείπεις δεν ξεθυμαίνει. Ούτε ξεχνιέται. Και όλο και περισσότερο πιστεύω πως η παρουσία σου αγιάζει τη ζωή μου. Την ύπαρξή μου. Και τριγυρνώ κι εγώ σ'αυτήν μ'ένα κομμάτι ύφασμα στα χέρια. Άλλοτε μπλούζα, άλλες φορές το μαξιλάρι σου, την κόκκινη πετσέτα σου. 

   Κι αρνούμαι κάθε μυρωδιά άλλη να βάλω στη ζωή μου. Φοβάμαι βλέπεις να μην καλύψει τη δική σου. Και μένω εγώ μια άοσμη ύπαρξη να πνίγομαι στην ευωδιά σου. Δε με νοιάζει αν θα λείπεις ή αν θά' σαι εδώ. Παίρνω ανάσες βλέπεις μέσα από' σένα. Μέσα από τα κομμάτια ύφασμα που στάθηκαν δίπλα στο δέρμα σου. Κι ακόμα κι αν φεύγεις έχω ένα σύμμαχο. Κάποιον που να καταλαβαίνει αυτό το άδειο της ύπαρξής μου. 

   Εντάξει. Ας μη σε εντάξω σε αυτή μου την αυταπάτη. Τίποτα δε συγκρίνεται με το να είσαι εδώ.

   Κι έχω βρει και από πού πηγάζει αυτή η γλύκα που αφήνεις πίσω σου. 

   Ή μήπως θαρρείς, πως σε φιλάω λίγο πιο κάτω απ'τους κροτάφους σου τυχαία.