Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010

ναι, είπα



Αγαπώ τους ανθρώπους που τρέχουν να προλάβουν το λεωφορείο τους και που δε σταματούν να προσπαθούν ακόμα και όταν βλέπουν τις πόρτες να κλείνουν. Νιώθω πως τρέχουν να προλάβουν έστω και μια παραπάνω στιγμή της ζωής τους. Κι αυτό με συγκινεί.

Μετρό. Στάση ΑΚρόπολη και το shuffle του ipod μου έστειλε τη Μελίνα Ασλανίδου να μου κάνει παρέα. Χτες αργά το βράδυ ξεκίνησε το παραμύθι. Ένα αυτο-κριτικό μήνυμα σε λίγες γραμμές τά'λεγε όλα:"Ερωτευμένη με τον έρωτα. Αυτό είσαι!". Και το προβάλεις στον πιο κοντινό πειρασμό κάθε φορά, προσθέτω εγώ. Τό'χει η καρδιά σου ρε παιδί μου, το θέλει όσο τίποτα να ερωτευτεί, να δώσει, να μοιραστεί, να ζήσει. Παρέα. Το ζητάει το δέρμα σου και πάνω από όλα οι πληγές σου το χάδι και την αγκαλιά.

Ξεκινώντας από το άγαλμα της Μελίνας(σύμπτωση τα ονόματα γλυκιά)όπως κάθε φορά, περπατώ το δρόμο των αφορμών και ζωντανεύω όλες τις εικόνες που μού'γιναν πληγές μα κατέληξαν να είναι ένα γλυκό μουδιασμένο χαμόγελο τη στιγμή που τα μάτια φτάνουν κάθε φορά στο σημάδι.

Πάντα στην αρχή συγκρίνεις. Κι όλα σου μοιάζουν πρωτόγνωρα. Ξεχωριστά. Κι υπάρχει βέβαια και μια φορά που πράγματι είναι. Και τότε λες "Θα παω. Δεν το αφήνω. Θα πάω κι όπου βγει.". Είπαμε άλλωστε. Τό'χει η καρδιά! Όλες τις άλλες φορές πνίγηκες στην άρνηση και στους δισταγμούς. Αλλά αυτή τη φορά είναι αλλιώς και τόσο που την αγαπάς τη στιγμή σου και τη ζωή σου δε θα την αφήσεις να σου γλιστρήσει.

Απλώνεις τον εαυτό σου, τα καλά και τα άσχημά σου, αυτά που ξέρεις κι αυτά που σου λείπουν κι αναζητάς συνταξιδιώτες να ταιριάξει ο ένας στο παζλ του άλλου και να μάθετε τη στιγμή σας παρέα. Βλέπεις τα πιθανά ταιριάσματα κι όποτε νιώσεις αρμονία τραβάς το χέρι του άλλου κι αρχίζουν τα από κοινού. Για όσο.

Δεν είσαι ολόκληρος. Ακόμα. Κι αυτό ναι, φέρνει φόβο. Ανασφαλής παρουσία είσαι και τρέμεις μην το δουν. Μα η δειλία στη ζωή είναι κατακριτέα κι εσύ προτιμάς τον πόνο από το κακό όνομά σου. Γι'αυτό και δεν αφήνεις τίποτα να σου ξεφύγει. Κι αυτό να ξέρεις. Θα χρειαστεί να το μάθεις και σε άλλους. Φοβούνται οι άνθρωποι να παίξουν. "Σαν δει η μάνα τσακισμένα τα γόνατά μου θα με κατσαδιάσει" έμαθαν να λένε από παιδιά και προτιμούσαν πάντα να κοιτούν το παιχνίδι από μακριά.

Μα δεν είναι έτσι. Είναι στ' αλήθεια η ζωή μια τρέλα. Ένα παιχνίδι΄Και τα παιδιά ξεχωρίζουν από τα μάτια κι απ'τα παιχνίδια τους. Γι'αυτό μη σταματάς. Σε τίποτα. Ο έρωτας είναι τρόπος ζωής. Κατοικεί σε σώματα και ψυχές που δεν το φοβούνται και παίρνει μορφή σε πρόσωπα που δηλώνουν υπόσχεση για ομορφιά και ταίριασμα. Μην μπερδευτείς. Δεν είναι πάντα ο ίδιος. Είναι φορές που είναι ρυάκι, κι άλλες ολόκληρη θάλασσα και σε πνίγει. Μα δε σταματάει ποτέ. Άμα τό'χεις το σαράκι μην ψάξεις ποτέ για φάρμακο. Πρόσωπα ψάξε μονάχα να του δώσεις μορφή. Και ταξίδεψε. Μαζί του. Τέχνη είναι ο έρωτας. Ποίηση. Κι αν αγαπάς την ομορφιά πέσε με τα μούτρα. Μάθε τον. ΕΛευθέρωσέ τον. Κάν'τον τραγούδι και χάδι και εικόνα και κίνηση και ζήσε τη ζωή σου μέσα από αυτόν.

Κι αν πληγωθείς μη φοβηθείς. Το λέει το τραγούδι της Μελίνας. Πες πως είναι τρύπια τα παντελόνια σου απλά και πάμε για άλλα όπως όταν ήμασταν μικρά.

Ναι! Είπα. Στους άλλους όχι! Είπα. Αλλά δεν αφορά και κανέναν αυτό.
Αλλά εγώ ξέρεις! Το είπα το ναι.
Ντράπηκα βλέπεις να πω, φοβάμαι τη ζωή.

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

λευκή καταιγίδα


Έβαλα πάλι τα χιλιόμετρα να μετρούν. Μόνο που αυτή τη φορά δε θα μας φέρουν κοντά. Απλά συχνά το έχεις ανάγκη και τα βαζεις να τρέχουν. Στη διαδρομή πότε βγαίνει ο ήλιος και μου θυμίζει εσένα. Πότε κρύβεται. Και πάλι εσένα μου θυμίζει. Τους φόβους σου. Όλα αυτά που σε καθίζουν ή σε πνίγουν και σε αναγκάζουν στη φυγή.

Δε φταις εσύ.

Στις παιδικές ταινίες που αγαπούσα πιο πολύ, θυμάμαι πιο έντονα τις στιγμές που ακουγόταν το soundtrack της κάθε μίας. Που η μελωδία έβγαινε από τα κοράλια στους βυθούς, τις φυσαλίδες που χάιδευαν την ουρά μιας γοργόνας, τον άνεμο που τρύπωνε στα ταξίδια της καλαμιάς δίπλα στη θάλασσα, το πέταγμα των πουλιών στον πρωινό ουρανό, τα φύλλα των δέντρων στο απογευματινό αεράκι ακόμη και από ένα χάδι στην πλάτη, ή στο χέρι.

Το ipod στα ταξίδια είναι η καλύτερη παρέα. Ο χρόνος τρέχει πλάι σε μουσικές και σε σκηνές που δεν είναι ποτέ οι ίδιες. Ίσως δηλαδή νά’ναι στιγμή και εικόνα σαν αντιστοιχία. Και ένα τόσο δα πραγματάκι προσθέτει σε αυτό το δυσεύρετο ζευγάρι και τη μουσική. Και ναι, αυτό αγγίζει τα όρια της ευτυχίας.

Τυχαία κάπου 100χιλιόμετρα μακριά από την επιστροφή έπεσε στο δρόμο μου ένα παραμύθι. Από αυτά που μεγαλύτερη αξία έχουν οι ιστορίες που φτιάχνεις εσύ ακούγοντάς τα. Μιλάει για μια λευκή καταιγίδα και το εγραψε ο Παύλος Παυλίδης. Κι ο κόσμος μου μαγεύτηκε και δε μπορώ να επιστρέψω από τότε.

Ο Παύλος τραγουδούσε και τα καλώδια της ΔΕΗ έπαιζαν κιθάρα, τη μελωδική γραμμή, πλήκτρα ακούγονταν από τα φώτα του δρόμου και το ολοστρόγγυλο σχήμα τους, ηλεκτρικό ήχο άφηναν οι ρόδες του αμαξιού σε κάθε φρενάρισμα, βιολί ακουγόταν στο πέταγμα των πουλιών μέσα από τις φυλλωσιές και τσέλο στα σύννεφα που δε σταμάτησαν να τρέχουν.

Οι εικόνες που ήρθαν δεν ξέρω αν ήταν δικές μου, του Παύλου, ή της διαδρομής. Μπορεί να ανήκαν και στους 3 μας και δεν έχει και πολλή σημασία. Άλλωστε τη φωτιά, τη συγκεκριμένη υποθέτω την έχουμε μοιραστεί. Ίσως και από κοινού.

Το σκέφτομαι συχνά τις τελευταίες μέρες το «αν το πιστέψεις στ’αλήθεια η αγάπη μπορεί» όπως και το «αν αφεθείς σ’οδηγάει ο δρόμος». Δεν ξέρω και πολλούς από εμάς να τα κάνουν. Ναι, και τα δύο. Πόσοι νομίζεις ξεπερνάνε τις πληγές τους και μπορούν να ξαναπιστεύουν σε ανθρώπους και να αφήνονται σα να είναι η καρδιά τους εφηβική κι ο κόσμος όλος να μοιάζει παιχνίδι. Και είναι που καμιά φορά αυτή η στιγμή γίνεται τόσο δυνατή που μόλις τελειώσει, παγώνεις κάθε αισθητήριό σου και ξαναζεις την ίδια στιγμή για καιρό, ώσπου ένα πρωί ξυπνάς και σε πραγματικό χρόνο η ανάμνηση παύει να είναι γλυκιά και γίνεται ερωτηματικό και μελαγχολία. Και όσο κι αν πλέον δε θυμάσαι ακέραια κάποια πράγματα ξέρεις πως αυτό που νιώθεις δεν έχει σβήσει και έτσι κι αλλιώς δε γεννήθηκε για να σβήσει. Κι αυτή ακριβώς η μαγεία του αισθήματος αυτού ήταν που σε έκανε να το βάλεις στα πόδια. Γιατί μπροστά στο θαύμα η ανθρώπινη φύση κρίνεται αδύναμη και όταν δε διαλέξει να αναγκαστεί να πιστέψει, φεύγει! Και έχεις για πολλά χρόνια μετά μια ευκαιρία να μετανιώνεις. Ξέρεις, αν γύριζες το χρόνο πίσω θα τα έκανες αλλιώς αλλά από τη στιγμή που δε γίνεται διαπραγματεύεσαι με την πίστη σου αν θα ξανακερδίσεις αυτή την τελευταία ευκαιρία τουλάχιστον να μη φανείς λιγότερος ή ανάξιος του θαύματος αυτού. Κι όσο κι αν ξέρεις πως είναι αχαριστία, θα πλήρωνες όσο όσο να μπορέσεις να το ξαναδεις το θαύμα αυτό και ας μη γελιόμαστε, να γίνει μοναδικό από το μαζί με εσένα.

Δε φταις εσύ.

Αν δεις μπροστά σου δρόμους να ανοίγονται τί θα διαλέξεις; Να τους τρέξεις ή να μείνεις να τους κοιτάς;

Μην αφήνεις τα όνειρα να μένουν όνειρα. Ζούμε μονάχα αυτό που κυνηγάμε. Έτσι κι αλλιώς. Αν δεν ξαπλώσεις με όμορφες σκέψεις για να σου φέρουν και όμορφα όνειρα, τότε και αύριο που θα ξυπνήσεις στα προχθεσινά σου όνειρα θα γυρίσεις.

Φοβάμαι μονάχα αυτή μου την ανάγκη, στο τέλος κάθε δρόμου να με περιμένεις. Όπως και στο τέλος κάθε ονείρου, το ίδιο.

Να ξυπνήσω πλάι σου περιμένω.

Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010

εφιάλτης

Είχες κι εσύ τον ίδιο εφιάλτη; Να σε καταδιώκουν κι ενώ ο μόνος τρόπος να σωθείς είναι να σε βοηθήσει κάποιος άλλος, τρόπος να του το ζητήσεις δεν υπάρχει. Ανοιγοκλείνεις μανιωδώς το στόμα σου εξαντλώντας όλη την ενέργειά σου σε αυτό κι όμως φωνή καμιά και σανίδα σωτηρίας επίσης. Είναι από τα λίγα όνειρα που είδα και θυμάμαι ακόμα και μάλλον θα τα θυμάμαι και για πάντα. Σκέψου έρχονται στο μυαλό μου οι σκηνές αυτές και νιώθω την όψη μου να ντύνεται στην απόγνωση.

Είμαι λίγο άρρωστη αυτές τις μέρες. Από χτες ο λαιμός μου είναι κλειστός. Κι όταν βυθίζεσαι στη σιωπή μπορείς μάλλον καλύτερα από ποτέ να αφουγκραστείς τον εαυτό σου. Όλα αυτά που θέλεις να πεις και δεν τολμάς. Όλα αυτά που πριν γίνουν λέξεις, γίνονται φόβος, πόνος έρωτας, δάκρυ, χαμόγελο και συχνά σε λυτρώνουν από περιττές φλυαρίες. Ξέρω. Καμιά φορά σε καθίζουν όλα αυτά τα ανείπωτα. Σε πνίγει το ενδεχόμενο τα όσα νιώθεις να μένουν δικά σου και να μη φτάνουν να γίνουν η πρόθεση-πρόσθεση μπροστά στο αίσθημά σου. Οι ρυτίδες και οι εκφράσεις του προσώπου σου δεν αντέχεις να παρασύρουν αλλού όλα αυτά τα ποτάμια που ξεχειλίζουν από μέσα σου. Ναι, είναι σαφές πως το αίσθημά σου είναι αυστηρά προσωπική υπόθεση μα η ολοκλήρωσή του έρχεται-τουλάχιστον στα δικά σου μάτια-στο μαζί και στη στιγμή που το μοιράζεσαι. Και πώς να αντέξεις τα αισθητήρια του άλλου να κινητοποιούνται από άλλους μηχανισμούς από αυτούς που διεγείρει κάθε δική σου στιγμή;

Και τότε αποφασίζεις να επικοινωνήσεις αυτό που νιώθεις, αδυνατώντας να αντιληφθείς πως πομπός και δέκτης πρέπει να μοιράζονται τον ίδιο κώδικα, αλλιώς η όποια προσπάθεια μάταιη θα αποβεί και μοιραία θα αποτύχει.

Μα τώρα που δεν έχω μιλιά να σου τα κάνω αλήθεια και αξίωμά σου τα όσα κρατάω για δικά μου ως τώρα, ξεχνάω κώδικες κοινούς κι αδυναμίες του παραλήπτη ή του αποστολέα. Σε μια σιωπή απάνθρωπη παλεύω με μοναδικό μου όπλο την ίδια τη σιωπή μου, να σε κάνω να με ακούσεις για μια στιγμή. Να νικήσω τον κάθε θόρυβο και η μελωδία που έχω να σου χαρίσω να φτάσει απερίσπαστη μεσα στην καρδιά σου.

Είναι βλέπεις, που μισώ τους εφιάλτες και που από παιδί πιστεύω πως αν πριν ξαπλώσεις νιώσεις ένα χάδι ασφαλείας, θα δεις στον ύπνο σου όλα αυτά που θέλεις να ζήσεις στ'αλήθεια. Κι αν όσα νιώθω σου χαιδέψουν το μέτωπο και τα κλειστά βλέφαρά σου, τότε μόλις ξυπνήσεις θά'ναι σίγουρα ο κόσμος σου γεμάτος μουσικές.

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

μισοφέγγαρο

Είπα να σου στείλω για καλημέρα σήμερα. Ένα στρογγυλό σε θέλω κι ένα μου λείπεις μισοφέγγαρο, να σου θυμίσει την αγκαλιά μου που δεν έπαψε ποτέ να σε περιμένει. Να σ'αποζητά. Γιατί δεν ξέρω αν το είχες προσέξει μα ήσουν ο μυστικός συνδυασμός που ξεκλείδωνε την κλειστή αγκαλιά μου, ελευθέρωνε τα δύσκαμπτα χέρια μου κι έκανε την καρδιά μου δοτική. Γλυπτό καριβό εσύ κι εγώ καλούπι να σε αγκαλιάσω και να σε ταιριάξω για νά'χεις πάντα προστασία. Να μη μπορεσει να σε φθείρει ο καιρός.

Δε σου έστειλα όμως. Ούτε και σου τηλεφώνησα. Ούτε στα χέρια μου πήρα ποτέ το τηλέφωνο. Αν το ακουμπούσα, τότε σίγουρα τα δάχτυλά μου, ανυπάκουα καθώς τα ξέρεις θα σε είχανε ζητήσει. Την είχες κυριεύσει την αφή μου. Ίσως πιο πολύ από κάθε άλλη αίσθηση. Κι είπα να το αποφύγω.

Βάζω σημειωματάκια στους τοίχους. Γράφω σε πολύχρωμα χαρτάκια την απουσία σου για να μην ξεχνιέμαι και λυγίζω. Γιατί η μνήμη μου ασθενεί κι είναι κι αυτή ακόμα με το μέρος σου και κάθε τόσο αποξεχνιέμαι και ψάχνω στα σκοτάδια να σε βρω. Καμιά φορά ανασαίνω και βαριά. Και σ'όλο το σπίτι ξυπνούν άνεμοι και η απουσία σου, χαρτάκι,βλέπεις, στον άνεμο, παρασύρεται. Κι όσο δεν έχω κάτι να μου τη θυμίζει ζω μονάχα με την ανάγκη να σ' έχω πλάι μου.

Κι είναι σαφές πως στις ανάγκες μου μπροστά δεν έχω ελπίδα να αντισταθώ.
Και σου το αφήνω για μυστικό πως δεν το θέλω κιόλας.

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010

clown

Ξέρεις τι ζήλευα μικρή όταν έβλεπα κλόουν στα παιδικά πάρτυ; Τη στιγμή που θα ξεβάφονταν. Που θα άλλαζαν πρόσωπο.

Καμιά φορά και τώρα. Βγαίνω έξω και βάφομαι μόνο και μόνο για αυτή τη στιγμή. Που θα γυρίσω σπίτι, λίγο ζαλισμένη από το ποτό και λίγο κουρασμένη από τις καινούριες στιγμές που προστέθηκαν στο πολύχρωμο κολάζ μου και με ξυπόλυτα ποδαράκια θα κάτσω στο πάτωμα μπροστά στον καθρέφτη και θα αρχίσει η αποκαθήλωση.

Δεν ξέρω αν μου αρέσει το πρόσωπό μου άβαφτο. Το δέρμα μου, τα χλωμά μάγουλά μου, τα δαγκωμένα χείλια μου. Ή αν τα προτιμώ όλα αυτά καμουφλαρισμένα. Σίγουρα όμως αν υπάρχει μία στιγμή που το κοίταγμα στον καθρέφτη έχει αξία είναι μόλις το λευκό βαμβάκι αλλοιώσει την όψη της μάσκας που με τόσο κόπο πριν λίγες ώρες είχα φτιάξει. Τότε που το μέτωπο αρχίζει να γυαλίζει όπως πέφτει το φως και τα μαγουλάκια παύουν να θυμίζουν απόγευμα ανοιξιάτικο και εφηβικό έρωτα. Όταν τα χείλια δεν έχουν σχήμα, περίγραμμα και γεμισμένο κέντρο, μα είναι απαλά, ενυδατωμένα και αποχρωματισμένα. Όταν τα μάτια σταματούν να συγκεντρώνουν το βλέμμα και να το περιγράφουν και το αφήνουν ελέυθερο να χαθεί στη δίνη της μαύρης τρύπας που αφήνει το μαύρο μολύβι μετά το πρώτο βαμβακένιο πέρασμα. Νιώθεις εκείνη τη στιγμή σα να ξαναβρίσκεις τον εαυτό σου. Σα να ξαναγυρίζεις σε κάτι που ήσουν. Παλεύεις να βγάλεις από πάνω σου κάθετί το ξένο και αυτή τη στιγμή τη νιώθω πολύτιμη. Τόσο δική μου. Μια πλαστική κούκλα που σιγά σιγά παίρνει ανθρώπινη μορφή κι ανθρώπινα λάθη. Που στην ιδιωτικότητά της και με τον εαυτό της ξέρει να είναι αληθινή και τα λάθη που κάνει τα βιώνει σα θύτης και σα θύμα κοιτάζοντάς τα κατάματα.

Απόψε θα βγω μάλλον. Και θα βαφτώ. Θα φυλακίσω τα μάτια μου και τον τρόπο που σε κοιτούν για να μη με κατηγορείς πως πάντα φεύγω. Κι όταν γυρίσουμε στην αγκαλιά σου θα σε αφήσω να με ξεβάψεις εσύ.. Δε με νοιάζει που θα διαπιστώσεις πως τα μάγουλά μου δεν είναι τριανταφυλλιά και που θα δεις τα χείλια μου διψασμένα. Με νοιάζει που θα δεις πώς σκοτεινιάζει το βλέμμα μου. Κι ελπίζω πως αυτή τη φορά δε θα φοβηθείς.

Να με κοιτάξεις..

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010

λύκος


Πάλεψα. Κάμποσα χρόνια. Ήτανε Μάρτης του '08 όταν είπα θα αλλάξω. Και τώρα πάει να φύγει το '10 τρέχοντας. Τι φταίει κι αυτό! Αδιόρθωτα βλέπεις, τα μάτια και οι καρδιές. Μη σου πω για τα λάθη αυτών πόσο δε διορθώνονται.
Που λες, ήμουν ένα κοριτσάκι. Με σγουρά μαλλιά, κοντή φουστίτσα,μακό μπλουζάκι και ριγέ ροζ-μαύρες ψηλές κάλτσες και ένα ζευγάρι ροζ σταράκια. Είχα και μερικές φακίδες στη μυτούλα και έμοιαζα παραμυθένια. Έτσι ήταν η pocket-version που λέει και η Μ. και είχα συρρικνωθεί και ήμουν εντελώς αυτό μέχρι τότε. Και δεν το είχα καν συνειδητοποιήσει. Ένα απόγευμα, μια νεράιδα μου τραγούδησε και έπαψε πια το σώμα μου να κρύβεται και η ψυχή μου να φοβάται να μεγαλώσει. Από τότε άρχισα να μαζεύω στιγμές και να αγαπώ ανθρώπους απόλυτα. Από τότε άρχισα έστω και σπάνια να ζω. Πάλευα μέρα νύχτα με εφιάλτες και προσπαθούσα να βρω ένα χέρι να σταθεί πλάι μου ασάλευτο μέχρι να καθαρίσω τα γόνατά μου και να σηκωθώ από τα χώματα και να περπατήσουμε παρέα. Σου μιλάω για προσπάθεια μανιώδη. Και τι αστείο, πάλευα πάντα να πείσω τους γύρω μου πως δεν το χρειαζόμουν. Πως το μαξηλάρι μου το βράδυ δε φιλοξενεί πολέμους και πως κρατάω γερά. Το μυστικό της Pocket-version ήταν καλά κρυμμένο ώσπου να σιγουρευτώ πως άρχισα να παίρνω ανθρώπινη μορφή και υπόσταση επιτέλους. Μια μέρα σιγουρεύτηκα. Δεν ξέρω πως. Ίσως επειδή ένιωσα έντονο πόνο και στα παραμύθια ο πόνος αποσιωπάται.
Και τότε είπα τέλος τα μυστικά. Τέλος οι δεύτερες σκέψεις. Τέλος οι φόβοι. Σε αυτούς που η ψυχή μου ανοίγεται θα αφεθώ. Κι άρχισαν τα μυστικά μου να γίνονται κώδικας μεταξύ μας, οι φόβοι μου συμμετοχική εργασία και οι στιγμές μου αλήθεια. Και σιγά σιγά μεγάλωνα.
Δυστυχώς δε μεγάλωνα μόνη. Μεγάλωνε πλάι σε εμένα και κάτι που έφτασε να με ξεπεράσει. Λέγεται "εγώ" και είναι η πιο πρόστυχη και φτηνή παρουσία που γνώρισα ποτέ.
Μια μέρα προτού το καταλάβω κατασπάραξε εμένα και όλα όσα αγάπησα. Δε ζούσα πια στιγμές, αλλά μετρούσα. Και ξέρεις, αν τους αγαπάς έστω και λίγο τους αριθμούς κάποια στιγμή γίνονται τρόπος σκέψης σου. Έτσι κι εμένα. Μια φτηνή αριθμητική η ζωή μου.
Η φοβισμένη pocket εκδοχή μου έχασε το δρόμο της. Και άντε να της πεις τόσο ξεροκέφαλη που είναι πως κάπου στο δάσος παραμονεύει ο κακός ο λύκος και πως μπορεί να πάρει μορφές ανθρώπων. Και πως δεν κινδυνεύει να τη φάει, αλλά να την πληγώσει. Πως μπορεί ακόμα και να μπει στο σώμα της. Και πως εκείνη δε θα το καταλάβει καν. Μονάχα μια μέρα θα φτάσει που θα προδώσει τον ίδιο της τον εαυτό. Το αίσθημά της. Χωρίς καν να το πάρει μυρουδιά.
Γιατί η προδοσία, δεν ξέρω αν το ξέρεις, είναι μια πράξη αυστηρά εγωκεντρική. Εσύ προδίδεις. Εσένα. Εσύ πληγωνεις. Εσένα. (Απλά ως προς την πληγή τη μοιράζεσαι κιόλας.) Εσύ απογοητεύεις. Εσένα.
Εσύ χάνεις.
Εσένα.

Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2010

Για' μάς τους δύο


Τι ερωτεύεσαι; Δεν αρχίζω με εισαγωγές και προλόγους. Πες μου ειλικρινά! Τι ερωτεύεσαι;
Σου υπόσχομαι να μη σε κρίνω. Να μη σχολιάσω. Να μη σε χαρακτηρίσω και να μη σε πιέσω να τα δεις αλλιώς. Μα πες μου!
Ώρες ώρες σκέφτομαι πως έρωτας είναι ένα βλέμμα. Μια στιγμή. Ένα αίσθημα μη ελεγχομενο. Άλλες πάλι το εκλογικεύω. Το κάνω μετρημένα κουκιά και το αθροίζω για να δω ποιος θα επικρατήσει στη ζυγαριά μου. Φτηνό. Το ξέρω. Μη με κρίνεις όμως κι εσύ.
Έχω ερωτευτεί βλέμματα. Χάδια. Αγκαλιές. Στιγμές. Τραγούδια. Στιχάκια. Μελωδίες. Γεύσεις. Μυρωδιές. Μη σου λέω ψέματα. Κι ανθρώπους ερωτεύτηκα. Και σώματα. Και χαμόγελα.
Αλλά δε θέλω να κρύβομαι. Αυτό που πιο πολύ από όλα ερωτεύτηκα ήταν η έκθεση. Η ας το πούμε αυτοθυσία. Το σε θέλω και πνίγομαι τόσο από αυτό που νιώθω που άσε μου δυό στιγμές την καρδιά σου ανοιχτή για να στο πω και μετά γίνε πάλι πάγος. Τα βραδινά τηλεφωνήματα κι ας χάλασαν όμορφα όνειρα. Τα μηνύματα για όμορφο ξύπνημα. Τα στιχάκια που αλλο θέλησαν να πούν και για άλλο τα αγγαρέψαμε. Την απόγνωση που γέμισε τους χωρισμούς και τις αψυχολόγητες κινήσεις που ακολούθησαν τις απώλειες. Τα μεθυσμένα μηνύματα ερωτεύτηκα. Τις ελάχιστες στιγμές ελευθερίας. Τα "δεν αντέχω", ερωτεύτηκα, και τα πρωτόγνωρα. Τους εγωισμούς και τους φόβους. Τα κτητικά και τα δειλά. Τα χέρια που στο ρυθμό μιας μελωδίας χόρεψαν και μας γλίτωσαν από την υπερέκθεση και τα μπερδεμένα στα χείλια λόγια. Ερωτεύτηκα αυτά που ένιωσα κι αυτά που δε με άφησα να σου τα πω ποτέ. Τις ακροφοβίες και τον αυθορμητισμό που δεν έπνιξες. Που με κοίταξες στα μάτια, ερωτεύτηκα και που τα χείλια μου τα ψηλάφισες για να μην αφήσεις τίποτα κρυφό.
Που όσο με θέλεις άλλο τόσο με μισείς. Που όσο σου λείπω άλλο τόσο εύχεσαι να μη με γνώριζες ποτέ. Που έκανες πράγματα που δε θα περίμενες ποτέ να κάνεις κι εγώ σου ζητούσα κι άλλα.
Που όσο πάω να σου κρυφτώ άλλο τόσο σε εμένα έρχεσαι. Που αν με κρατήσεις στα χέρια σου θα δω το φόβο σου να μη σου σπάσω. Που αν κλείσω τα μάτια εσένα θα σκεφτώ και που αν τα ανοίξω θα σε δω πλάι μου. Που δε σε πτωούν οι άμυνές μου και που σε θυμώνουν οι υστερίες μου.
Ξέρεις, δεν ξανανοιάστηκε κανείς να ξυπνήσω όμορφα, ή στον ύπνο μου να μη νιώσω μοναξιά. Κι αυτό δεν το αφήνω έτσι να περάσει. Κι όπως λέει και η Αρλέτα, κι αν κάθομαι ακόμα κι επιμένω είναι γιατί σ'αγάπησα πολύ.
Ξέρω, δεν είπες πουθενά για' μάς τους δύο. Ξέρω. Ζεις μακριά μου. Και κάπου εκεί που δεν το περιμένεις έρχονται στο νου σου εικόνες και τις ζεις.
Σκέψου όμως κι εμένα. Απόμεινα μονάχη σ'ένα τρένο.Σ' ένα σταθμό. Είπα να βγω μια νύχτα απ'τη γραμμή. Κι ήρθα σε εσένα.
Και τώρα τι;
Και τώρα κρύο. Για' μάς τους δύο..

Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2010

goal

Υπάρχει μια θεωρία. Λέει πως μόλις βρεθείς μπροστά ακριβώς στο όνειρό σου, στο στόχο σου, σ'αυτό που πιστεύεις πως θέλει στ'αλήθεια η καρδιά σου, δειλιάζεις. Από το παραμικρό έως το παραμεγάλο. Τι μπορείς να σκεφτείς; Ποιο στόχο; Φαίνεται πως τον βάζεις γιατί είναι αυτό που θέλεις πραγματικά και πως το κυνηγάς με την ψυχή σου πνιγμένη απ'την αγάπη γι'αυτό και το τελευταίο δευτερόλεπτο γίνεσαι ποδοσφαιριστής ρίχνεις τη μπάλα στα κεραμίδια και χάνεις τη μεταγραφή, τα χρήματα και τη δόξα των οπαδών. Κι εκεί που σε μια στιγμή κάθε σου όνειρο θα γινόταν ζωή σου, ξαφνικά μετατρέπεται σε φρικτό εφιάλτη και κάθε βράδυ σε καίει ο ίδιος πυρετός. Ταινία που παίζει στον ύπνο και στον ξύπνιο γίνεται, κι εσύ πάντα και παντού την κρίσιμη στιγμή αποδεικνύεσαι ανεπαρκής. Δεν ξέρω αν είναι ένας εύκολος τρόπος να συντηρείς τις ανασφάλειές σου αυτές -λογικές και παράλογες- ζωντανές, αλλά τον πιστεύω. Και μπροστά σε όλα αυτά που αλήθεια θέλησα το έβαλα στα πόδια.
Προσοχή! Δε μιλάω για προσωπικές οπτασίες, αυταπάτες, αυθυποβολές, όνειρα της μαμάς, στόχους του μπαμπά και γενικώς θέλω άλλων που καμιά σχέση δεν έχουν με αυτό που αν κλείσεις τα μάτια το ονειρεύεσαι σαν έρωτα αληθινό και απόλυτο. Μιλάω για αυτά τα θέλω που γίνονται μελωδία και κάνουν την ψυχή σου να χορεύει χωρίς να της αφήνουν περιθώριο να σκεφτεί παραπλεύρως και να διστάσει.
Ξέρω. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν το κάνουν. Δυστυχώς δεν ανήκω σε αυτούς. Μα αυτές τις μέρες βρέθηκα ξανά και ξανά μπροστά σε πράγματα και καταστάσεις που θέλησα φρικτά και με έπεισα πως δε φτάνω. Πως ο φόβος μου είναι πολύ μεγαλύτερος από τα θέλω μου. Ή τουλάχιστον τον αφήνω να νιώσει έτσι. Για να μη νιώσω εντελώς έξω από τα νερά μου;Μπορεί!!
Εσύ; Φοβάσαι ποτέ; Βρεθηκες ποτέ μπροστά σε κάτι που να το θέλησες όσο τίποτα και το έβαλες τελικά στα πόδια;
Μην το κάνεις αντίστροφα όμως. Σκέψου πρώτα αυτά που θέλεις. Όχι αυτά που φοβάσαι. Ναι, αν το επίπεδο διαύγειάς σου είναι ικανοποιητικό στα ίδια θα καταλήξεις αλλά δεν είναι κρίμα να χάνεις τη μελωδία της δικής σου καρδιάς;Πού ξέρεις, μπορεί να γίνει και το soundtrack της ζωής σου. Κι άλλος καλύτερα από εσένα δε μπορεί να το ξέρει...

Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010

κι όταν ξυπνήσεις βλέπουμε

Οπλοφορείς
Και μην προσπαθείς να με πείσεις πως δε σκοτώνεις. Πως κατα τα άλλα οι προθέσεις σου είναι καλές.
Κι εγώ μη νομίζεις. Όπου ρωτήσεις θα σου πουν να κρατηθείς μακριά μου. Τρώω θα σου πουν ψυχές ανθρώπινες.
Μπορείς; Να κρατηθείς μακριά μου
Να μην τους πιστέψεις; Μπορείς;
Ασάλευτη θα μείνω. Θα σου γελάω ήρεμα και απειλή δε θα αφήσω να νιώσεις. Κανέναν δε θα αφήσω να σε πλησιάσει. Να τολμήσει να σκεφτεί να σε φοβίσει. Μονάχα εγώ. Στο λόγο μου. Μονάχα εγώ θά’ρχομαι προς εσένα. Και θα μετράω τις προθέσεις σου με την αφή. Φλέβες εκείνες τεταμένες κι εγώ το πρόσωπό σου το έχω χαιδέψει κι ευτυχισμένο ακόμα. Κι όταν κοιμάσαι. Ακόμα.
Τι ευτυχία να με έχεις αφήσει. Πώς να μπορώ μετά να μη σε πιστεύω, καθώς μου λένε.
Πού να ξέρουν εκείνοι πως μου έχεις αφεθεί.
Κι όταν το σώμα σου λυγίσει στρώμα ονείρων εγώ για να ονειρευτείς. Για’σένα.
Κι όταν ξυπνήσεις βλέπουμε.
Το πιάνουμε από εκεί που το αφήσαμε. Εσύ στο όπλο κι εγώ σ’ εσένα.
Κι ας κερδίσει ο πιο αδύναμος.
Οπλοφορείς.
Τις ξέρω τις προθέσεις σου.