Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

πέφταν τ' άστρα

Χάθηκες κι εσύ κάποια βραδιά. 


Αυτό το τραγούδι, πριν καν αρχίζει η Παπίου να μιλάει με την ψυχή σου, σε στοιχειώνει. Όσες φορές κι αν το έχεις ακούσει, από όσες φωνές και από όσες μπάντες. 

Ξεκινάει μια μυσταγωγία κάθε φορά. Θαρρείς πως το ακούς πρώτη φορά και νιώθεις κάτι μέσα σου να αλλάζει. Ξέρεις τι θα ακολουθήσει, αλλά όχι επειδή το έχεις ξανακούσει. 

Δεν έχει σημασία που βρίσκεσαι, με ποιούς ανθρώπους, ή σε ποια στιγμή σου. Έτσι κι αλλιώς όλους αυτούς που θα σε καταλάβαιναν και θα σου έγνεφαν μόλις το ακούγατε, τους κουβαλάς πάντα μαζί σου. 

Μαύρος μάγκας ο καιρός. Μαύρο φίδι. 

Και δε θα υπάρξει ποτέ καμιά θάλασσα να σε χωρέσει, κανένας ουρανός να ονειρευτείς. Βγαίνεις κάθε βράδυ. Να πνιγείς σε κάτι ή να πνίξεις όλα αυτά που κρύβεις μέσα σου. Που παλεύουν πάντα να αναδυθούν.Πότε χάνεσαι στην άβυσσο και πότε κυνηγάς τα αστέρια. Κι αναζητάς την τρυφερότητα στα χρόνια σου και τις στιγμές σου. 

Είναι όλα θολά σ' αυτό το τραγούδι.

Κι αναρωτιέσαι πάντα γιατί το "έκαιγε ο Θεός το πριονίδι", έγινε "πέλαγο η φωνή του Καζαντζίδη", και γιατί τα χρόνια αντί να τα καπνίσεις σαν τσιγάρο τα έσβησες. Αν το έζησες αυτό που ακούς ή αν ό,τι νιώθεις στο γεννά η μουσική του. Γιατί μετά την Παπίου δεν έχει νόημα να το ακούσεις να το λέει άλλος, και γιατί την Παπίου τη στοίχειωσε αυτή η ερμηνεία.

Γιατί ποτέ δεν είσαι σίγουρος αν οι αιώνες ήταν παγωμένοι ή η νύχτα πάγωσε κάποια βραδιά. 

Και είναι άδικο να μένει μόνο μια νύχτα. Γιατί δυο ψυχές που φτιάχτηκαν για το μαζί δε μπορεί να χάθηκαν. Δε μπορεί να χαθούν. Είναι δραματικό το να μη βρίσκουν καταφύγιο. 
Δε μπορεί να αντέχουν να περνάνε τη ζωή τους σε μια ανάμνηση. Με μια ανάμνηση. Και να αποκτούν πάντα το νεύμα της ματαιότητας κάθε φορά που ακούν πως υπήρξαν κάπου δυο ψυχές ξένες, καταδικασμένες να ερωτευτούν και να ταιριάξουν μοναδικά και δε βρέθηκε τρόπος για το μαζί τους.

Δεν ελπίζω πως θα πάψει αυτό το τραγούδι να έχει την αίσθηση του απόλυτου και του ολόκληρου. Έστω και αν καταλήγει μάταιο.

Ελπίζω μόνο πως κάθε ψυχή που βρίσκει το άλλο μισό της και καταδικάζεται στον έρωτά του, δε θα δειλιάζει στο πρώτο αδιέξοδο.

Άλλωστε όταν σου γνέφει η καρδιά, να την ακούς.


Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Στη στεριά σου σα νά'μουν κοχύλι

Και σε λούζουν δέκα ήλιοι, σε τυλίγουν δέκα κύματα και παλεύεις να κρατηθείς από την άμμο. Μια μελωδία τόσο υδάτινη, μια φωνή τόσο ηλιοφώτιστη και μια ανάγκη τόσο σαφή...

Σ'αγαπώ, είμαι άβουλο θεριό.

Θέλω να τρέξω πάνω σου σαν παιδί

σαν σκυλί που ψάχνει ένα χάδι.

στη στεριά σου σα νά'μουν κοχύλι.

Και μια χαρά τόσο απέραντη σε πνίγει σχεδόν. Και ταξιδεύεις κάπου χωρίς καμιά εικόνα στο μυαλό σου. Μέσα σε μια μελωδία ή σε ένα αίσθημα γιατί αυτό που νιώθεις εσύ δεν έχει εικόνα. Δεν περιγράφεται. Μοιάζει μονάχα με την αίσθηση του ήλιου στα βλέφαρά σου, όταν ξαπλώνεις στα ρηχά. Και δεν μπορείς να ξεχωρίσεις αν ζεις σε ταινία, αν όλο αυτό το φαντάστηκες... Εσύ κρεμιέσαι μονάχα από δυο χείλια και σε ξεβράζει ένα κύμα. Και τι σημασία έχει αν αύριο είναι Κυριακή, ή σήμερα Δευτέρα, ή αν δουλεύεις ή αν διαβάζεις. Εσένα η καρδιά σου γέμισε μυρωδιές της άνοιξης μες στο κατακαλόκαιρο. Και μένεις ξύπνιος και ακούς τους ήχους της βραδιάς κι ένα αμάξι κάπου λίγο πιο έξω φεύγει να πάει να αφήσει κάπου ένα "Σ'αγαπώ". Να το δηλώσει. Σε μια πράξη αυτοθυσίας. Κι ένα αγόρι κυνηγάει να κλέψει το γέλιο ενός κοριτσιού κάτω από το μπαλκόνι σου. Μπορεί και το φιλί του. Μια παρέα τσουγκρίζει τις μπύρες της δίπλα στις γραμμές του τραίνου. Κι εύχεσαι νά'ναι στην υγεία τους. Και κάποιος χαϊδεύει ένα κοχύλι κι ας μη το έδεσε με καμιά στιγμή ιδιαίτερη. Κι εσένα σου μυρίζουν θάλασσες. 

Και τι σημασία έχει το αύριο όταν έχεις το τώρα. Τη στιγμή σου. Το αίσθημά σου. Ατόφιο.
Κι έχεις κι ένα τραγούδι να σου θυμίζει πώς νιώθονται οι στιγμές.
Πώς πρέπει να αγαπάς, πώς πρέπει να λαχταράς και πώς να δίνεσαι.
Πώς να αφήνεσαι. 

Για να καταλάβεις την ελεύθερη πτώση χρειάζεσαι μονάχα μια αγκαλιά. Τόσο βαθιά που νά'χεις κάθε μέρα και λίγο ακόμα να βουτήξεις.



Άβουλο θεριό - Μαρία Παπαγεωργίου & Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

diamonds & rust

Εδώ και τρεις βδομάδες ζω σε ένα παράλληλο σύμπαν. Σαφώς χειρότερο από όλων των υπολοίπων. Η δουλειά δε βγαίνει, το project τρέχει κι εγώ βγαίνω βιαστικά στην επιφάνεια, παίρνω ανάσα και μετά ξαναβουτάω. Κι όλο αυτό δε σταματάει. Δεν παραπονιέμαι. Δεν έχω χρόνο να σκεφτώ. Κι αυτό με πνίγει. Δεν προλαβαίνω να ζήσω. Λίγες μονάχα στιγμές την Κυριακή.

Οι άνθρωποι γύρω μου ερωτεύονται. Οι άνθρωποι γύρω μου αντιδρούν. Οι άνθρωποι γύρω μου αναζητούν. Οι άνθρωποι (γύρω) μου φεύγουν.



Παλιά ήμουν το κορίτσι που καθόταν με τις ώρες στο γραφείο της ακούγοντας τη βροχή και γράφοντας. Τώρα πια δεν έχω χρόνο να βιώσω ό,τι με συγκινεί.

Συγκινούμαι. Μπορεί και δέκα φορές πιο εύκολα και πιο έντονα από ό,τι παλιά.

Παλιά γκρίνιαζα ό,τι δεν έχω κάτι να κάνω και νιώθω άχρηστη. Ξυπνούσα πρωί για να μη νιώθω ενοχές πως οι άλλοι δουλεύουν κι εγώ δεν έχω δουλειά και άρα δεν κάνω τίποτα.

Παλιά ανυπομονούσα να μην ξαναβιώσω εξεταστική.

Παλιά, στις πανελλήνιες ευχόμουν αυτό το άγχος να μην ξαναέρθει.

Κάθε στιγμή, βλέπεις τον κόσμο από το παράθυρο μπροστά στο οποίο στέκεσαι. Κι εύχεσαι το επόμενο παράθυρο που θα βρεθεί στο δρόμο σου για να μπορείς να κοιτάζεις τον κόσμο να μην είναι όπως το τωρινό και τα στραβά του. Κι όλη σου η ζωή μια τυράνια. Κι εσύ μια ζωή να γκρινιάζεις. Και να περιμένεις το επόμενο παράθυρο. Δεν το ονειρεύεσαι ποτέ. Μόνο το περιμένεις.

Κι αυτό που θα σε κάνει ευτυχισμένο δεν έχεις ιδέα ποιο παράθυρο μπορεί να είναι. Και τον εαυτό σου μέσα από αυτό δεν τον έχεις φανταστεί ποτέ.

Ξέρεις πως θέλεις να είσαι ευτυχισμένος. Δε σε νοιάζει το πώς και δεν έχεις ιδέα τι θα μπορούσε να σε κάνει. Δε σε αφορά.

Εσύ έψαχνες πάντα την αγάπη. Δεν σε ένοιαζε ποιος θα τη φέρει και δεν τον φανταζόσουν ποτέ.

Και η αγάπη ήρθε. Την κατάλληλη στιγμή. Τη στιγμή που η δική σου ψυχή ήταν έτοιμη.

Και περιμένεις κάποια μέρα να έρθει και αυτό που θα ερωτευτεί η καθημερινότητά σου.

Σε μάθανε να θέλεις να γίνεις καλός. Ο καλύτερος. Γιατί μόνο για εκείνον υπάρχει θέση. Γιατί μόνο έτσι μπορεί να γίνεις επιτυχημένος. Και σε έκαναν να πιστέψεις πως η ευτυχία πηγάζει από την επιτυχία.

Κι εσύ μπερδεύτηκες. Γιατί μια ζωή πάλευες για το καλύτερο. Κι ας μην το ήξερες. Και τώρα έρχεται μια μέρα που ο καλύτερος είναι ακριβός πολύ και άρα απρόσιτος. Άρα δεν τον αγοράζεις. Ο μέτριος είναι φτηνότερος αλλά η δουλειά σου βγαίνει και με ελάχιστα. Διαλέγεις λοιπόν κι εσύ έναν τυχαίο ίσα να βγαίνει η δουλειά, να φοβάται ότι θα τον διώξεις και να μη ζητάει και πολλά.

Και κάπως έτσι φεύγουν όλοι αυτοί που μόχθησαν να γίνουν καλοί ή οι καλύτεροι και τους αναγκάζεις να πνιγούν στις ενοχές που ήξεραν από νωρίς τι ήθελαν να κάνουν. Και φέρνεις κοντά σου κάθε έναν που ποτέ του δε φαντάστηκε τι θα ήθελε να γίνει και που ίσως με αφέλεια ήθελε να γίνει ευτυχισμένος.

Φτιάχνεις έτσι μια χώρα μετρίων. Μια χώρα αναποφάσιστων. Μια χώρα γεμάτη αβεβαιότητα. Γεμάτη ανθώπους που με την ίδια ευκολία που κάποτε ψήφιζαν αριστερά τώρα ψηφίζουν ακροδεξιά. Μια χώρα που υποκύπτει σε κάθε είδους λαϊκισμούς και προπαγάνδας. Μια χώρα που αναζητά μονάχα το εύκολο και το γρήγορο.

Κι εσύ μένεις μονάχος, στο δωμάτιό σου να επιλέγεις να ονειρεύεσαι τα ανάλαφρα χρόνια που κάποτε έζησες κι ας σου φαίνονταν ζόρικα τότε και να ελπίζεις πως κάποια στιμγή θα βρεις τι θέλεις να κάνεις.

Δεν έβλαψες άλλωστε κανέναν εσύ. Εσύ τι θα σε έκανε ευτυχισμένο έψαχνες.

Κι ελπίζεις πως μέσα από όλα αυτά που κάνεις για να επιβιώσεις θα το βρεις.

Μπορεί άλλωστε όντως τα διαμάντια να είναι κρυμμένα στα λασπόνερα.




Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει

Δεν μπορείς να τά'χεις όλα. Και τα χρόνια περνάνε. Μάθαμε να ξεχνάμε και να μένουμε μόνοι. Και οι άνθρωποι (της ζωής μας) φεύγουν κι εμείς δεν αντιδράμε. 

Όλη σου η ζωή μια ζυγαριά. Μετράς πάντα τα υπερ και τα κατά. Μετράς τι σε συμφέρει. Μετράς τι φέρει μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης. Μετράς που θα κερδίσεις τα περισσότερα. Συγκρίνεις και αποφασίζεις. Τα επίθετα καταλήγουν πάντα σε έναν συγκριτικό βαθμό και τίποτα δεν είναι ποτέ αμιγές και ατόφιο. Εσύ δεν είσαι καλός. Είσαι καλύτερος από κάποιον άλλο. Το φαγητό σου δεν είναι νόστιμο. Είναι νοστιμότερο από κάποιο άλλο. Τον άνθρωπό σου δεν τον θέλεις πολύ. Τον θέλεις περισσότερο από κάποιον άλλο. Κι εκείνος δεν είναι όμορφος. Εϊναι ομορφότερος από κάποιον άλλον. 

Δεν ξέρω αν θυμάσαι, όλη σου η ζωή, φτηνά μαθηματικά. 

Και πλέον οι άνθρωποι φεύγουν. Σαφώς, οριστικώς και αμετακλήτως. Φεύγουν. Γιατί υπάρχει κάπου κάτι που είναι καλύτερο από το εδώ. Όχι αρκετά καλό, αλλά καλύτερο. Κι εμείς δεν αντιδράμε. Κι εκείνοι φεύγουν. Ίσως το καλύτερο δεν μπορεί να διαρκέσει για πάντα αλλά προσωρινά αξίζει να πας να το βρεις. Προσωρινά. Ας πούμε. 

Δεν μπορείς να τα έχεις όλα. Όσο κι αν παζαρέψεις το ηλιοβασίλεμα, ποτέ δε θα τα καταφέρεις. Αναρωτιέμαι πάντα γιατί να μη μπορείς να τα έχεις όλα. Γιατί να μη μπορείς να είσαι πλήρης κι ευτυχισμένος συνεχώς. Γιατί να μη μπορείς να έχεις την αγάπη, τους ανθρώπους, την υγεία, το γέλιο, την έμπνευση, τα χρήματα και όλα όσα επιθυμεί η καρδιά σου για δικά σου. Και από τη στιγμή που ή το σύμπαν είναι ελαττωματικό και δε μας τα δίνει όλα, ή εμείς τότε γιατί μια ζωή αναρωτιόμαστε γιατί δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα. Γιατί όλα είναι εμπορικές συναλλαγές. Γιατί δεν αποκτάς τίποτα χωρίς να θυσιάσεις κάτι άλλο. Και συνήθως κάτι που θέλεις. Όχι κάτι που ε, δε βαριέσαι δεν το είχες κι ανάγκη. Έτσι κι αλλιώς από γενέσεως κόσμου τα πράγματα έτσι ήταν, τότε γιατί εμείς συνεχίζουμε να ελπίζουμε και να αναρωτιόμαστε; 

Εμένα τη σχέση μου με την απώλεια την ξέρεις. Έρχεται κάποια στιγμή το πλήρωμα του χρόνου και με γονατίζει. Ετεροχρονισμένα. Κάθε καλοκαίρι που περνάει, κάθε χειμώνας, κάθε ποτό, κάθε φαγητό, κάθε στιγμή, κάθε άνθρωπός μου, κάθε μελωδία, κάθε λέξη. Μου ξεφεύγει κάθετί κι εγώ κάποια στιγμή το συνειδητοποιώ και πενθώ. Και η απώλεια γίνεται βίωμα, παίρνει ανθρώπινη μορφή και γίνεται παρουσία. Κι έχει ένα θόρυβο εκκωφαντικό. Κι εγώ το ξέρεις, τους δυνατούς ήχους δεν τους αντέχω. Μπορούν να με πνίξουν. 

Έρχεται κάθε φορά το τέλος του καλοκαριού. Το τέλος κάθε καλοκαιριού. Κάθε τέλος καλοκαιριού. Κι εγώ πενθώ για κάθε προηγούμενο που πέρασε. Ακόμα και για αυτά που δε θυμάμαι. Ή που δεν ήταν όμορφα. Δεν ξέρω. Ίσως υπάρχει αυτό το θέμα με τις συνάψεις μου και όλα γίνονται ετεροχρονισμένα. Μου παίρνει ας πούμε χρόνο να τα καταλάβω. 

Κι ίσως να μην ευθύνομαι κιόλας που η ροή των απωλειών δε σταματάει ποτέ. Και που πάντα πρέπει κάποια να βιώνεις. Γιατί κάθε τι που έρχεται έφυγε από κάπου και όταν ήρθε έδιωξε κάτι και αν έρθει η στιγμή να φύγει τι μπορείς να κάνεις εσύ. 

Και αν τελικα ο στόχος είναι μια εξαγνισμένη καρδιά, μια καρδιά γεμάτη αγάπη και γεμάτη ανθρώπινα κομμάτια τότε έχει μια λογική το να έχεις πάντα κάτι να στερείσαι. Αλλά έτσι κι αλλιώς αυτό είναι προσωπική υπόθεση και οι μυρωδιές ξεχνιούνται μονάχα μόνο όταν σβήνει η αγάπη. 

Σε μια Αθήνα σκοτεινή, με διάσπαρτα λαμπάκια λυπήθηκα που πέρασε η φοιτητική μου ζωή και οι μόνες βόλτες με αμάξι που θυμάμαι ήταν στην Ξάνθη, στη θέση του συνοδηγού πλάι στη Μ. Που δεν έχω να θυμάμαι την πόλη που αγαπούσα πώς είναι να την οδηγείς. Πώς είναι να περνάς το βράδυ της από το Σύνταγμα και να διαλέγεις ποιο κομμάτι δρόμου θα σε ταξιδέψει. 

Λυπήθηκα. Που μεγάλωσα ίσως. Που όλα πια είναι σοβαρά. Που αυτή την εφηβεία δεν την ολοκλήρωσα ποτέ και που θά'μαι πάντα στα μάτια μου γύρω στα 16. Που πρέπει οι άνθρωποι να φεύγουν γιατί το συγκεκριμένο κομμάτι ουρανού κατέβηκε πολύ χαμηλά και δεν έχουν πού να ονειρευτούν.

Θα περιμένεις πάντα αυτούς που αγαπάς, και θα σου φαίνεται πάντα άδικο και παράλογο που φεύγουν. Γιατί σίγουρα δε γίνεται λόγος για αδύναμο δέσιμο κι εσένα η αγάπη σου μπορεί να πνίξει τον κόσμο όλο.

Κι αν η απώλεια θα μπορούσε να είναι κούνια μας, τότε μπορώ να καταλάβω γιατί δεν νιώθω έτοιμη να μεγαλώσω ποτέ. 





Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012

Πάντα κάποιος θα ταΐζει τα περιστέρια

Πόση συγκίνηση γεννά κάθε φορά ένα μικρό παιδί που ταΐζει τα περιστέρια. Πόσο αυθόρμητη και πηγάια η χαρά του μόλις το παραμικρό ψιχουλάκι που συνέθλιψαν τα χεράκια του γίνει τροφή για αυτά τα τόσο ενοχλητικά για εμάς τους υπόλοιπους πτηνά.  


 Συχνά πιστεύω πως όλος ο κόσμος βασίζεται πάνω σε λίγες μετρημένες αρχές. Σε λίγα αξιώματα που οριακά μετρώνται στα δάχτυλα των χεριών μας και που όμως αν και τόσο απλά, αν και τόσο στοιχειώδη και από όλους μας απτά, σπάνια είμαστε σε θέση να τα αντιληφθούμε και να τα αναγνωρίσουμε. Δεν ξέρω αν αυτό θα έκανε τον κόσμο καλύτερο, μα σίγουρα θα μείωνε το χρόνο που ξοδεύουμε χωρίς λόγο για να αναλύουμε, να συζητάμε και να ψάχνουμε λύση στο ελάχιστο.


Το κοριτσάκι σήμερα το πρωί δυο βήματα πέρα από τη γιαγιά του τάιζε τα περιστεράκια. Της έδινε λίγο απο το κουλουράκι της η γιαγιά κι εκείνο το έτριβε και τα τάιζε. Τι χαρα στα μάτια τας κάθε φορά που κάποιο έπαιρνε ένα ψιχουλάκι. Γελουσε και τα τάιζε. Συχνά έβγαζε κραυγές χαράς. Δεν ξέρω αν τρόμαζαν. Πάντωςδεν έφευγαν μακριά. Κάποια στιγμή το κουλουράκι τελείωσε. Μαζευε τα πεσμένα ψιχουλάκια από κάτω και τους τα ξαναπετούσε για να τα βρουν και να τα φάνε. Ήρθε και λίγο πιο κοντά μου και την είδα και την άκουσα πιο καθαρα. Τα φώναζε ψαράκια , τους έγνεφε σα να ητανε γατάκια και όταν πια ξέμεινε από ψιχουλάκια τους πετούσε και φυλλαράκια και αποτσίγαρα και ό, τι σκουπιδάκια έβρισκε. Η γαιγιά της δεν ενοχλούνταν, ούτε καν από το ότι το κοριτσάκι επιανε το πάτωμα ή τα σκουπίδια. Άλλα τσιμπολογούσαν λίγο ό,τι τους έδινε και άλλα δε συγκινούνταν πλέον καν. Δεν έφευγαν όμως. Εκεί! Περίμεναν. Λιγο πιο πέρα έιχε κάτι φωτα επιδαπέδια, από αυτά τα στρογγυλά που σε προκαλούν να τα πατήσεις. Δεν ήξερε τι έιναι και έβαζε τα χέρια της προσπαθώντας να καταλάβει πως ανοίγουν και τι κάνουν. Κι όταν δεν τα κατάφερνε φώναζε τα ψαράκια της, γνέφοντας τους όπως θα έγνεφε σε γατάκια και πετώντας τους πάλι αποτσίγαρα και σκουπιδάκια για να τη βοηθήσουν. 

Είμαστε κάτι άλλο από αυτό που νομίζουμε εμείς, από αυτό που νομίζει ο περίγυρός μας και από αυτό που νομίζουν οι έχοντες εξουσία πάνω μας. Η επιβίωσή μας εξαρτάται έιτε από την φιλανθρωπία των γύρω μας έιτε από τα συμφέροντα των εχόντων εξουσία πάνω μας. Μπορούν όποτε και αν το θελουν να μας στερήσουν ο,τι μας κρατάει στη ζωή είτε να μας δελεάσουν με κάτι άλλο που ενδεχομένως δεν χρειαζόμαστε. Μπορούν να αποφασίζουν για το τι έχουμε στ´ αλήθεια ανάγκη και σε ποιο βαθμό και επειδή έχουν τη δύναμη που τους εξασφαλίζει η εξάρτησή μας από τις επιλογές τους και τη "φιλανθρωπία" τους, μπορούν να μας ονομάζουν όπως θέλουν, να μας μιλάνε σε όποια γλώσσα θέλουν και να καθορίζουν ακόμα και το ανταλλακτικό μέσο και την αξία που θα χρησιμοποιήσουν. Οι έχοντες εξουσία πάνω τους ενώ ξέρουν και βλέπουν τι κάνουν και πώς μας συμπεριφέρονται δεν αντιδρούν και προσποιούνται πως το να εθελοτυφλεί κανείς είναι υποχρέωσή του, άλλωστε στο τέλος θα ζητήσει το λογαριασμό και ούτε λόγος για ρέστα. Τέλος, ό,τι κι αν κάνουν για να μας τρομάξουν, εμείς μένουμε πλάι τους ελπίζοντας πως θα ξαναβρούν κάποιο κουλουράκι και πάλι για να μας γλυκάνουν και συνεχίζουμε να υπακούμε σε κάθε επιταγή τους, σε όποια γλώσσα κι αν μας απευθυνθούν, με όοποιο τρόπο, όπως και αν μας αποκαλέσουν και χωρίς να μας πειράζει αν μας πετάξουν αποτσίγαρα για τροφή. Άλλωστε ο καθένας δίνει ό,τι νιώθει-μπορεί να μην έχει βλέπεις- ακόμα και αν αυτό δεν μας χρειάζεται ακόμα και αν αυτό θα μας κάνει κακό. Έτσι δε λειτουργεί ο κόσμος μας άλλωστε; Ή μήπως αυτοί που πουλάνε όνειρακαι ελπίδες σε μικροσκοπικά χαπάκια και γυαλιστερά περιτυλίγματα κάνουν κάτι διαφορετικό; 


Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

δε ξέρω μα δε γυρίζω

Εγώ την πόλη μου την αγαπούσα. 

Τους δρόμους της. Την τρέλα της. Τα γκράφιτι που διέκοπταν τα γκρίζα της. Πες μου τι άλλαξε. Έχω πάψει να θέλω να τη δω. Να τη συναντήσω. Να την περπατήσω. Η "ωραία Αττική" της κυρά Εκάβης πέθανε κι εγώ δεν έχω πού να ζήσω. Δηλαδή έχω. Ζω στα δωμάτια που αντέχουν να με βλέπουν να αλλάζω. Να αλλάζω διαστάσεις και διαθέσεις, όψη και οπτική, όνειρα και όρια. Και όσο κι αν αλλάζω είμαι πάντα εγώ και πάντα ευπρόσδεκτη. Αλλά με την πόλη αυτή τι συνέβη. Εγώ ή εκείνη αλλαξε περισσότερο; Και ποια απ'τις δυο μας έπαψε να μπορεί να προσαρμόζεται; Από πότε οι βόλτες στους δρόμους της δεν παίρνουν τίποτα απ'το χρώμα της; 

Δεν έχει σημασία μια απάντηση. Έχει σημασία μια αλλαγή. Όχι δε θα επανέφερα εκείνη ή εμένα σε μια κατάσταση προηγούμενη. Και αν τα μάτια αλλάζουν τρόπο να κοιτούν, η αγάπη δε δικαιολογείται να αλλάζει πηγή. 


Οκ. Δεν πιστεύω πως αν ήμουν σε άλλη πόλη θα άλλαζε κάτι. Έτσι κι αλλιώς η μαμά μου μου τόχει πει. Όσα χιλιόμετρα κι αν φεύγει κανείς από το πρόβλημα λύση δε βρίσκει. Το πρόβλημα είναι βαθιά βιωματικό. Και όση αγάπη και έρωτας και αν γεμίζουν την ψυχή μου υπάρχει κάτι που κάνει αυτό το μέρος σκοτεινό. Πήγα σε μια συνέντευξη σήμερα. Πήγε καλά. Και στιγμιαία μπήκε λίγο φως πίσω απ'τις χαραμάδες. Όχι πως βρήκα αυτό που ήθελα να κάνω αλλά μπορείς να πεις πως στάθηκα μπροστά ίσως και απέναντι από τα συναισθήματά μου. 

Ένιωσα ικανοποίηση που ήμουν ήρεμη και που πίστευα πως αυτό που μου ζητήθηκε θα μπορούσα να το κάνω. Και ένιωσα τη δημιουργικότητά μου να σπαρταράει ξανά.

Και αναρωτιόμαστε όλοι τι φταίει για όλη αυτή τη μελαγχολία. 

Ζούμε σε ένα κόσμο που ασφυκτιά. Που δεν τολμά να ονειρευτεί. Που φοβάται. Καταπιεσμένες ψυχές που καταδικάζονται στην απραξία. Δε δημιουργούν, δεν εκφράζονται, δε ζουν. 

Αέρα. Δώστε μας αέρα. Βλέπεις τον κόσμο μια ζωή απ'το παράθυρο και τον παρατηρείς καλά. Αναπνέεις αργά και στα δύσκολα σου δίνουν και μια φιάλη οξυγόνου. Με το αζημίωτο πάντα. Τώρα που οι φιάλες έγιναν πανάκριβες, δε νοιάζεται κανείς για το αν αναπνέεις. Κόψε τα σκοινιά. Πάρε βαθιές ανάσες και όταν χρειαστεί βγες στην επιφάνεια. Και μετά από κάθε βαθιά αναπνοή βούτα στα βαθιά.



Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

de-coding

αν θέλω να
 πνιγώ
 θα
βρω
 κάνω
 ΤΙ στη 
ζωή   
μου 

δεν

(και πρέπει σίγουρα κάπου να υπάρχει η διαδικασία αποκωδικοποίησης.)

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

earth-quit

Όταν δεν έχεις ελπίδες τι κάνεις; 

Δηλαδή, όταν έχεις κάτι να περιμένεις μπορούν και μόνο αυτές οι λεπτές κλωστές να σε κρατήσουν κολλημένο πάνω σε αυτή την αναμονή με μία θέληση γιγαντιαία. Μπορεί όλο σου το σύμπαν να ισορροπεί πάνω σε μία τόση δα καρφίτσα κι εσένα τα πόδια σου, ή μάλλον μόνο το ένα να πατάει στην κορυφή της. Παρ' όλα αυτά με τα χέρια ολάνοιχτα, απαλλάσσεσαι από κάθετι περιττό, και μένεις γυμνός να ακροβατείς πάνω σε μία τόσο ασταθή επιφάνεια που όμως κρατάει τα πόδια σου στεγνά και μακριά από τα ορμητικά ποτάμια που σε τριγυρίζουν. Κι εσύ εκεί. Επιμένεις πως μπορείς, πως κάπου υπάρχει ένα φως. Πως η ελπίδα δεν ξέρει τι θα πει να πεθαίνεις και την περιμένεις ξαφνικά και από μία τόσο μικρή δα αχτίδα να ξαναζωντανέψει και να σε ξαναβγάλει στο φως. Και δεν έχει ιδέα τι θα γίνει αν αυτή η μικρή ελπίδα εξανεμιστεί και μείνεις ολομόναχος μέσα στα ορμητικά νερά του ποταμού σου. Και δεν προετοιμάζεσαι γιατί είσαι τόσο αφοσιωμένος στο να παραμείνεις όρθιος και πάνω στην καρφίτσα σου που δεν υπαρχει σχεδόν τίποτα άλλο για εσένα. 

Οι ελπίδες είναι σα σωσίβια. Προσπαθούν να σε κρατήσουν πάντα στην επιφάνεια. Να μη βουλιάξεις στην ίδια σου την απελπισία. Και ναι είναι σωτήριες και δεν αυταπατώμαι. 

Μπορεις να πεις πως οι ελπίδες είναι και σαν τα αερόστατα. Μπορούν να σε τραβήξουν μακριά αρκεί να αντέξει το σκοινί. 

Βέβαια όσο είσαι πάνω στο σωσίβιο, ή όσο κρατάς το σκοινί δεν κολυμπάς και δεν επιπλέεις. Παλεύεις να μη γλιστρήσεις και χάσεις τη σωτηρία σου. Και ναι. Αυτός ο χρόνος φαίνεται έξω απ' το χορό άσκοπος. Μα εκείνη την ώρα εσύ κρατιέσαι από ό,τι μπορεί να (σε) αντέξει. Παλεύεις. Κυριολεκτικά και ίσως στο μυαλό σου έχεις κιόλας σωθεί. Γι' αυτό και τόσο πολύ σε απορροφά αυτός σου ο αγώνας. 

 Σε δικαιολογώ. 

Κι εσύ που δεν έχεις βρεθεί σε αυτή τη θέση, αν βρεθείς θα καταλάβεις. Το ίδιο θα κάνεις κι εσύ. Ας μην κοροϊδευόμαστε. 

Δεν ξέρω αν οι ελπίδες είναι αυταπάτες αλλά έχουν σίγουρα μεταξύ τους πολλά κοινά. Ίσως να είναι φτιαγμένες από το ίδιο υλικό ή να είναι γενικά εγγενείς στη βάση τους. Γιατί μεταξύ μας και οι δύο σε κάτι επίπλαστο σε αναγκάζουν να ζεις. Είτε το φτιάχνεις εσύ, είτε το διαμορφώνουν άλλοι για' σένα και στο προσφέρουν γιατί όπως όλοι ξέρουμε και τα placebo Μορφή θεραπείας είναι. 

Αυτές οι σκέψεις για τις ελπίδες κλπ δεν είνια ότι μου ήρθαν ξαφνικά. Σωτηρία χρειάζονται πάντα και όλοι. Και δεν αναφέρονται μόνο σε χρεοκοπημένους, ή μόνο σε ερωτευμένους, ή μόνο σε άνεργους, ή μόνο σε ανήμπορους, ή μόνο σε μόνους. Η θάλασσα που περιβάλει τον καθένα είναι σαφώς υπόθεση ατομική. Μπορεί να συγγενεύει με κάποιου άλλου μα ο καθένας μέσα βρίσκει τον εαυτό του και τα λάθη του. Από αυτά παλεύει να σωθεί και αυτά παλεύει να βρει. Βέβαια δε λέω. Καμιά φορά τα λάθη των άλλων σηκώνουν τσουνάμι και όποιος βρίσκεται εκεί γύρω παλεύει με την ίδια του τη φύση. Και ποιος είναι έτοιμος κάθε φορά να υποστεί τις συνέπειες των λαθών του άλλου; Γιατί ναι, εμένα με έχει επηρεάσει η κατάσταση στη χώρα (διάβασες αυτό που λέει για τις λιποθυμίες στα σχολία από ασιτία; Ή αυτό για τις όλο και αυξανόμενες αυτοκτονίες από χρέη;) αλλά με τις ελπίδες είχα πάντα την ίδια σχέση. Γιατί όταν έχεις εναπωθέσει την ψυχική σου διάθεση σε μία απάντηση τότε μην αυταπατάσαι ότι έχεις ψυχική ηρεμία. Ένα νεύμα αρκεί για να σε ρίξει στον πάτο. Κι όχι να κολυμπήσεις δε θα προλάβεις. Αλλά ούτε να κλείσεις τη μύτη σου. Το τέρμα του ουρανού μπορεί να είναι και στην επόμενη γωνία. Μπορεί βέβαια να μην το συναντήσεις και ποτέ. Καλού κακού εσύ ανέπνεε βαθιά. 

Βεβαια, δεν έχεις σκεφτεί τι θα πει να αφήσεις τη λεπτή κλωστή που σε κρατάει για να πέσεις στα νερά και να μάθεις να κολυμπάς. Ή να αφήσεις το σωσίβιο γιατί αργά ή γρήγορα θα αρχίσει να χάνει τον αέρα του και καμιά σωτηρία δε θα έχει επέλθει. Ποντάρεις τη ζωή σου. Τη σωτηρία σου και όπως και νά'χει μπαίνεις στην απόλυτη αβεβαιότητα και άγνοια. Και σίγουρα κι αυτό δεν είναι καμιά δοκιμασμένη λύση ούτε καμιά ασφαλής επιλογή. Μα τα διλήμματα καμιά φορά είναι τόσο σοβαρά που καθορίζουν τη ζωή σου. Και δε μιλάω γενικά. Μπορεις να πνιγείς ακόμα και με μια κουταλιά νερό.

Δεν ξέρω αν πρέπει να ρισκάρεις. Αν πρέπει να πιστεύεις. Αν υπάρχει κάπου η αλήθεια και αν θα τη μάθουμε ποτέ. Πολλά γίνονται δίχως λόγο και ακόμα περισσότερα για τους λάθος λόγους.  Δεν είμαι απαισιόδοξη, ούτε και έχω κουραστεί να ελπίζω. Θέλω να πατάω στα πόδια μου και να μπορεί το κεφάλι μου να βγει στην επιφάνεια και όχι να ψάχνω για μια ζωή ένα κλωναράκι να πιαστώ μπας και γλιτώσω τα ρεύματα. Κι αυτό που οι ιθύνοντες είναι πρώτα δυνατοί και μετά σωστοί δε μου άρεσε ποτέ. Βέβαια θα μου πεις ακόμα και τα πόδια σου να πατάνε καλά, ο σεισμός είναι πάντα μέσα στα πλαίσια. Και εκεί σαφώς και δεν ευθύνεται κανείς, οπότε ούτε τη σκέψη σου δεν μπορείς να παρηγορήσεις. Μα δε σου κρύβω πως με ξενερώνει που στα 23 μου μοιρολατρώ ή παλεύω να ελπίζω πως τα όνειρά μου θα πραγματοποιηθούν αν και το σκοτάδι πέφτει από τα ξημερώματα. Συνήθως σου αφήνω μια εναλλακτική μετέωρη για να σου δίνω θάρρος. Αυτή τη φορά δε θα το κάνω. Δεν βρίσκω το νόημα. Παρηγορώ μονάχα όταν το πιστεύω. 

Απλά τώρα τείνω να πάψω να πιστεύω. 

Μην το παίρνεις προσωπικά. Δε φταίς μονάχα εσύ.


Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

λάφυρα

   



   Κι ένα κομμάτι ύφασμα πάντα στα χέρια μου, που κάλυψε κάποια στιγμή το δέρμα σου. Τι κι αν το σώμα σου κάποια στιγμή του ξέφυγε. Έχει τα νώτα το ύφασμά μου καλυμμένα. Κράτησε λάφυρο από την παρουσία σου. Να νερώνει όσο μπορεί την τόση απουσία. Κι αν με ρωτάς έχει διαλέξει το ακριβότερο. 
Ξέρεις πώς ξεχωρίζουν τους αγίους; Χάνονται κι ευωδιάζει  ο τόπος απ'το μύρο. Κι αφήνουν πίσω τους κάτι που δε χάνεται ποτέ. Δεν ξεθυμαίνει. Ώρες ώρες πιστεύω. Σε κάτι άγιο. Μπορεί και θείο. Βλέπεις η μυρωδιά σου όσο κι αν λείπεις δεν ξεθυμαίνει. Ούτε ξεχνιέται. Και όλο και περισσότερο πιστεύω πως η παρουσία σου αγιάζει τη ζωή μου. Την ύπαρξή μου. Και τριγυρνώ κι εγώ σ'αυτήν μ'ένα κομμάτι ύφασμα στα χέρια. Άλλοτε μπλούζα, άλλες φορές το μαξιλάρι σου, την κόκκινη πετσέτα σου. 

   Κι αρνούμαι κάθε μυρωδιά άλλη να βάλω στη ζωή μου. Φοβάμαι βλέπεις να μην καλύψει τη δική σου. Και μένω εγώ μια άοσμη ύπαρξη να πνίγομαι στην ευωδιά σου. Δε με νοιάζει αν θα λείπεις ή αν θά' σαι εδώ. Παίρνω ανάσες βλέπεις μέσα από' σένα. Μέσα από τα κομμάτια ύφασμα που στάθηκαν δίπλα στο δέρμα σου. Κι ακόμα κι αν φεύγεις έχω ένα σύμμαχο. Κάποιον που να καταλαβαίνει αυτό το άδειο της ύπαρξής μου. 

   Εντάξει. Ας μη σε εντάξω σε αυτή μου την αυταπάτη. Τίποτα δε συγκρίνεται με το να είσαι εδώ.

   Κι έχω βρει και από πού πηγάζει αυτή η γλύκα που αφήνεις πίσω σου. 

   Ή μήπως θαρρείς, πως σε φιλάω λίγο πιο κάτω απ'τους κροτάφους σου τυχαία. 

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2011

Τους ανθρώπους της ζωής μου

Έχω έναν φίλο καρδιακό. Της καρδιάς μου, δηλαδή. Με λέει φούλα και τον αγαπώ βαθιά. Είναι πάντα η χαρά της ζωής. Συχνά και συμπορευτής της τύχης. Μπορείς να μιλήσεις μαζί του για τα πάντα. Μπορείς να γελάσεις μαζί του για τα πάντα. Στον έχω ξανα-αναφέρει. Θα βρει και θα σου πει το καταλληλότερο πράγμα την πιο σωστή στιγμή. Ή και το πιο ακατάλληλο και θα σε φέρει μπροστά σε χίλια μαχαίρια.

Αναρωτιέμαι συχνά, χωρίς να ψάχνω ποτέ μανιωδώς να βρω τη λύση στο τι προκαλεί τη ροή των γεγονότων. Ή στο τι την ελέγχει ή την καθορίζει. Δηλαδή, γιατί απόψε το βράδυ πηγαίνοντας μια βόλτα σου έτυχε λάστιχο, ή γιατί πηγαίνοντας από άλλο δρόμο τελικά συνάντησες έναν παλιό αγαπημένο φίλο, ή γιατί με το να μένεις σπίτι έχασες το πιο όμορφο ηλιοβασίλεμα και τη συνάντηση με ένα πρόσωπο που θα σου άλλαζε τη ζωή. Και αναρωτιέσαι τελικά τι θα γινόταν αν; Και γιατί έκανα αυτό; Και γιατί κάνοντας αυτό έγινε εκείνο; Και ένα απλό δίλημμα και μια αναποφάσιστη στιγμή σε έκαναν να πνιγείς σε ένα ποταμό ερωτήσεων και μια άβυσσο σκέψεων. Και ναι σίγουρα όταν το αποτέλεσμα της επιλογής σου είναι το ότι πέρασες άσχημα, ή το ότι δεν είδες έναν παλιό φίλο, μικρό το κακό. Όταν όμως κάτι που έκανες ή δεν έκανες, οδηγεί σε κάποια απώλεια τότε ψάχνεις μανιωδώς να βρεις να εξηγήσεις τι έφταιξε, πού έφταιξες, γιατί συνέβη το οτιδήποτε, γιατί σε εσένα και όχι στον οποιονδήποτε άλλο, αν είναι όντως γεγονός, αν αλλάζει, αν είσαι ξύπνιος ή ονειρεύεσαι. Πιάνεις τον εαυτό σου ένα βήμα πριν την τρέλα και εύχεσαι να αντέξεις. Συχνά αυτά σκέφτεσαι και σε κάποια γιγαντιαία γκάφα σου αλλά με μια πιο ελεγχόμενη απόγνωση.

Γιατί ρε παιδί μου; Πες μου, γιατί; Ποιος λόγος υπάρχει να αισθάνεται κανείς αυτόν τον υπέρμετρο πόνο και να βυθίζεται σε αυτή την ανελέητη θλίψη και να παλεύει να κρατηθεί για να κρατήσει αυτά που αγαπάει όρθια. Είναι τύχη; Είναι μοίρα; Είναι θεός; Τι είναι πια;
Δηλαδή, χρειάζομαι μια εξήγηση. Λογική κατά προτίμηση αλλά και με κάτι λιγότερο απτό θα βολευόμουν. Δηλαδή αν μου πεις και το δω ότι υπάρχει θεός και το αποφάσισε για κάποιο σκοτεινό και ακατανόητο λόγο εγώ θα το δεχτώ. Αλλά κάτσε αν θεός είναι αυτός ο παππούλης με την πολλή αγάπη, την ελεύθερη βούληση και τα ρέστα τότε σε ποιο παράλληλο σύμπαν το κακό που δεν προκάλεσες ήταν αποτέλεσμα αγάπης, προσωπικής σου επιλογής και πρέπει να το δεχτείς αγόγγυστα, ας πάμε καλύτερα παρακάτω γιατί θεός δεν υπάρχει. Δεν το δέχομαι τουλάχιστον.

Ωραία είναι η μοίρα. Μοίρα ας πούμε, είναι κάτι γραμμένο το οποίο πριν έρθεις εσύ υπάρχει σε καθορίζει εσένα και την πορεία σου και ό,τι κι αν διαλέξεις αυτό θα συμβεί. Αλλά για να μιλάμε σοβαρά και σταράτα αυτό πρακτικά σημαίνει πως αυτό το τόσο ιδιαίτερο δημιούργημα ο άνθρωπος που κατοικεί στο μαγικό μας κόσμο με τις χιλιάδες νόμους της φύσης, είναι έρμαιο ενός πράγματος προκαθορισμένου που δεν υπακούει σε κανένα φυσικό νόμο και που αν μη τι άλλο δε γίνεται να το ξέρεις εσύ. Να πάρεις τα μέτρα σου που λένε βρε αδερφέ. Άρα ας αφήσουμε και την μαύρη μας τη μοίρα.

Που λες υπάρχει ένα μάθημα στη σχολή. Θεωρία πιθανοτήτων λέγεται νομίζω. Δε θυμάμαι και πολλά αλλά μου έμεινε κάτι σχετικά με την τύχη τις πιθανότητες να συμβεί κάτι κλπ. Υπήρχαν δηλαδή τα ισοπίθανα γεγονότα, τα οποία είχαν όπως καταλαβαίνεις την ίδια πιθανότητα να συμβούν. Επίσης, υπήρχαν και κάποια με αυξημένο συντελεστή βάρους τα οποία ήταν περισσότερο πιθανό να συμβούν και κάποια με μικρότερο τα οποία και έχουν μικρότερη πιθανότητα να συμβούν. Όπως αντιλαμβάνεσαι δηλαδή, σε αυτά που ελέγχεις εσύ και όχι στα ισοπίθανα φροντίζεις να κρατάς τους συντελεστές σου χαμηλούς. Βέβαια ακόμα και έτσι μικρή σημασία έχει, αφού ακόμα και τα λιγότερο πιθανά μπορούν να συμβούν. Οπότε και πάλι τίποτα δεν εξασφαλίζεται και ό,τι κι αν κάνεις δηλαδή τη ζωή σου στα χέρια σου δεν την έχεις. Κατά συνέπεια πάλι κάπου μπάζει νερά το καραβάκι.

Επειδή όλα τα συζητάμε ανοιχτά ή όχι θέλω να μου πεις εσύ σε τι πιστεύεις; Υπόσχομαι να μην είμαι εριστική και να μην προκαλέσω καμιά επιλογή σου. Αλλά τι είναι αυτό που μπορείς να κάνεις εσύ για να μη βγεις χαμένος. Δηλαδή στο χέρι μας τι είναι τελικά; Κάποιος ή κάτι μας έδωσε τη ζωή μας. Για να τη ζήσουμε. Τι τελικά είναι στο χέρι μας; Τι μπορούμε να ελέγξουμε εμείς; Τι να ζήσουμε όπως το θέλουμε;

Λοιπόν τα πράγματα είναι μετρημένα κουκιά. Ζήσε τη στιγμή σου. Το λέω συνέχεια. Τη στιγμή σου. Την αγκαλιά του αγαπημένου σου. Το χάδι της μαμάς σου. Τη γκρίνια του μπαμπά σου. Τη βόλτα σου ακόμα και εκεί που δε σου αρέσει. Όλα είναι θέμα στιγμών και μην αφήσεις καμιά να σου γλιστρήσει. Ζήσε. Πλάι σε όσα και όσους αγαπάς. Κάνε στον εαυτό σου δώρο αυτά που αγαπάς. Αυτούς που χαίρονται με το χαμόγελό σου.

Γιατί τους ανθρώπους της ζωής σου δε χρειάζεται να τους μετράς. Να τους ζεις χρειάζεται.
Σαν τη ζωή σου.


Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011

Σήματα φωσφορικά




Κι είναι ένας ήλιος κόκκινος πού'χει βουτήξει μέσα στη δύση της ίδιας του της αντανάκλασης.
Ή μήπως η αντανάκλασή του ανατέλει μές στα νερά τα κόκκινα του ήλιου της;

Και ποιος από τους δυό μας πεθαίνει την ώρα που γεννιέται η εικόνα της ζωής του; Ποιος χάνεται μέσα στον άλλο; Πρώτος.
Θα πεις κι οι δυο. Μα εγώ θά'θελα να διαλέξεις.

Κι έχεις ξεχάσει τι θα πει να σε προσέχεις. Βλέπεις το φρόντισα εγώ. Κι έχω σταματήσει να συναντώ το φόβο. Βλέπεις μπήκες εμπόδιο στο δρόμο προς εμένα.

Κι αν είναι κάτι πιο δυνατό απ'τη μνήμη είναι η λήθη. Ή μήπως η λήθη πέφτει στο πεδίο αυτού του ουρανού και βυθίζεται σε ένα χρώμα κατακόκκινο. Κι εσύ δεν έχεις ιδέα τι θα πει να ξεχνάς.

Θα το τολμήσω! Νικά αυτή που πιο πολύ αγαπάς. Ή πιο πολύ σ'αγαπάει. Αυτή μπορεί μονάχα να θυσιαστεί.

Και σημασία καμιά δεν έχει αν θα νικήσει ή αν θα νικηθεί.

Γιατί μετά από κάθε φορά που αγάπησες ή αγαπήθηκες βγαίνεις αλώβητος. Κι άσε τις λιποψυχίες και ζήτα το χάδι ευθέως.

Να αγαπάς.


Σάββατο 28 Μαΐου 2011

Vs

[σε λίγο]... (αυτό συνέβαινε ανέκαθεν)[δε θα σε ερωτεύονται.]... (και σαφώς δεν πρόκειται για ανικανότητα ή δική σου αδυναμία) [θα σε συγκρίνουν.]... (μη φανείς μονοδιάστατος. δε συγκρίνεσαι αυστηρά με άλλα πρόσωπα.)



Το είχε γράψει πριν από κάμποσο καιρό ο Γ. Ευαγγελάτος στο φβ. Και η αλήθεια είναι πως κάποια στιγμή με γλίτωσε και από αρκετές αναλύσεις. Και μια ακόμα αλήθεια είναι πως η σύγκριση δεν είναι θέμα που με αγγίζει εδώ και χρόνια. Θέμα συνειδητοποίησης, θέμα σταδιακής αυτογνωσίας, θέμα αδιαφορίας. Θα προτιμούσα το δεύτερο. Όχι γιατί πρέπει πάντα να βγαίνει κανείς κερδισμένος από μια σύγκριση, αλλά γιατί καμιά σύγκριση δεν έχει νόημα όταν μιλάμε για αισθήματα. Και σαφώς και αναφέρομαι στο πρώιμο εκείνο στάδιο που τα αισθητήρια μόλις έχουν αρχίσει να πετάνε σπίθες και ούτε λόγος φυσικά για συν-αισθήματα. Ουσία και αξία έχει το να ξέρεις τον εαυτό σου και να προσπαθείς συνεχώς να τον μάθεις και να τον προσεγγίσεις ώστε να μπορείς να επικοινωνήσεις μέσω αυτού με τους γύρω σου. Δε θα σε ερωτευτεί κανείς λιγότερο για την ατέλεια ή τη στροφή σου ούτε περισσότερο για το αψεγάδιαστο και το ευθύ σου. Ο έρωτας ενδεχομένως και μέσα από την αδυναμία που κρύβει, δεν είναι εκ των πραγμάτων συναίσθημα τελειότητας. Όχι, δεν εννοώ πως δεν είναι συναίσθημα ολοκληρωτικό. Εννοώ πως είναι συναίσθημα που κρύβει μέσα του την αναζήτηση, την ανησυχία, την ερώτ-ηση. Ίσως ακούγεται υπερβολικό μα το πιστεύω πως ερωτεύεται κανείς τις ατέλειες. Ένα λακάκι στο μάγουλο, μια παχουλή μέση, ένα αδέξιο χαμόγελο, μια αβεβαιότητα στο βλέμμα, τις φακίδες του καλοκαιριού, μια μικρή ελίτσα, ένα στραβό δοντάκι. Ερωτεύεσαι και την απαράμιλλη ομορφιά και τα καταγάλανα μάτια και τα μακριά απαλά μαλλιά και το ομορφοφτιαγμένο σώμα μα όλα αυτά είναι έτσι κι αλλιώς θέμα αισθητηρίων. Δεν κρύβουν μέσα τους τρυφερότητα, χαμόγελα σε μια μοναχική σκέψη πριν κοιμηθείς, ούτε και αφοσίωση.
Δε μου αρέσουν τα τσιτάτα περι ανούσιου και αύταστου του τέλειου γιατί κάθε αληθινό αίσθημα είναι τέλειο και δε στερείται τίποτα κανενός αντίστοιχού του ίσως και μόνο μέσα από τη μοναδικότητά του. Και ναι σίγουρα υπάρχουν κλίμακες και κατατάξεις και αξιολογήσεις. Αλλά οι λόγοι για δαύτα είναι καθαρά πρακτικοί. Και ας μην μπερδεύουμε ανόμοια πράγματα.

Δεν ερωτεύτηκες ποτέ το ωραιότερο κορίτσι του κόσμου γιατί δεν υπάρχει. Δεν ερωτεύτηκες ποτέ την τελειότερη μελωδία γιατί δεν υπάρχει. Δεν ερωτεύτηκες ποτέ την ομορφότερη μυρωδιά γιατί δεν υπήρξε ποτέ.

Τέλειο καθιστά κάτι το αποτέλεσμά του. Το αίσθημά που γεννά, αν είναι τέλειο.

Μη βάζεις τον εαυτό σου σε διλήμματα γιατί τη μελωδία της καρδιάς σου δεν την υπακούει κανείς από τους δύο συγκριθέντες. Ψάξε το ένα. Το μοναδικό. Αυτό που δεν υπάρχει όμοιό του κι ας μην είναι αντικειμενικά αυτό που θα ήθελε ο καθένας.

Ή μάλλον όχι. Μην το ψάξεις. Αυτό το ένα, που είναι για' σένα, θα σε βρει. Όπου και νά'σαι.

Κυριακή 10 Απριλίου 2011

κινούμενος στόχος


Μαζεύεις λέξεις, αν και κυρίως μαζεύεις στιγμές. Μαζεύεις κρατημένες αγκαλιές και χαδια πιο δυνατά απ'τη λήθη. Μαζεύεις φιλιά που ζωντάνεψαν στην ένωση και που δεν έσβησαν στη γεύση κι ακολούθησαν αυτόνομη πορεία και κατέληξαν στην καρδιά και παραμένουν και σήμερα ακόμα ζωντανά. Μαζεύεις κάθε εικόνα περασμένη ή επικείμενη που έχεις αφεθεί να σε συνεπάρει, μαζεύεις κάθε κύτταρό σου από τους δρόμους που έχετε περάσει, μαζεύεις κάθε συγκινημένο δάκρυ σου και κάθε σύννεφο απ'το μέτωπό σου και κάθε παραμικρό ανήσυχο ή φοβισμένο κόμπο που έχει πνίξει το λαιμό σου. Μαζεύεις όλα αυτά που κράτησες, όλα αυτά που χάρισες, αυτά που σου έκλεψαν κι αυτά που σου ξέφυγαν. Μαζεύεις όλα εκείνα που σου χάρισαν, που ήταν δανεικά και δεν τα επέστρεψες ποτέ, όλα εκείνα που ήταν δικά σου μόνο και μόνο για νά'ναι κάτι, να έχουν υπάρξει κάποιου πριν η καρδιά σου αφεθεί εκεί που ανήκει, κι εκείνη κι αυτά, και τα βάζεις σε κάθετί δικό σου πριν από κάθε σ'αγαπώ, πριν από κάθε αγκαλιά, κάθε χάδι, κάθε στιγμή, κάθε σε θέλω, κάθε μου λείπεις, πριν από κάθε στιγμή δική σου και δική του. Πριν από κάθε στροφή σας στη γωνία του σπιτιού σου σαν σε γυρνάει τα βράδια πριν από κάθετί που στο τέλος του αντί για τον εαυτό σου θα το καταχωρήσεις στο "μαζί" σας και αντί για "μου" αυτομάτως θα το ονομάσεις "μας" και θα ανήκει εκ των πραγμάτων σε όλα αυτά που χαίρεσαι και αγαπάς.
Θα χτυπάει το κουδούνι και θα ξέρεις ποιος είναι.
Δε θα ρωτάς.
Θα ξέρεις. Δε θα περιμένεις.

Θά' ναι ήδη εκεί. Δε θα παίρνεις.

Θα έχεις. Δε θα ζητάς. Θα σου δίνει.

Δε θα τελειώνει.

Θα ζει.

Δε θα φοβάται. Θά'σαι για πάντα.

Δε θα φοβάσαι. Θα σου ανήκει.

Τελειώνει μονάχα καθετί που δεν ανήκει σ'εμάς. Καθετί ξένο. Καθετί που φτιάχτηκε για κάποιον άλλον κι έπρεπε εμείς να το φυλάξουμε ώσπου να περάσει στο επόμενο στάδιο της πορείας προς τον τελικό προορισμό του.

Η αλήθεια είναι πως είναι μεγάλη πληρότητα το αίσθημα του τελικού προορισμού. Και είναι σαφές πως λιμάνι και καράβι είναι ρόλοι αντιστρέψιμοι.

Είναι ωραίο να ξέρεις πως έφτασες. Και ο προορισμός είναι ωραίο να μην είναι κινούμενος στόχος. Όλα είναι θέμα οπτικής.

Αλλά είναι καλύτερο ο στόχος να είναι κοινός και κρατημένος από δυο ζευγάρια χέρια. Γιατί η διαδρομή δεν τελειώνει μόλις βρεις συνοδοιπόρο. Για να είμαστε ειλικρινείς τότε αρχίζει.

Και στην πραγματικότητα δεν τελειώνει ποτέ.




Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

έκθεση

Λες και τα μυστικά τα κρατούσα για' μένα.

Θά'θελες να μπορείς να μοιράζεσαι τα πάντα. Το ξέρουμε κι οι δυό. Μα υπάρχει μια λεπτή ισορροπία που ενώνει το τι αντέχεις εσύ και τι αυτός που θά'πρεπε να κοιτάς όταν μιλάς. Υπάρχουν αυτά που θα πληγώσουν εκείνον και επιλέγεις κάποιες φορές να τα ξεχάσεις για να αποφύγεις τη σκιά στο βλέμμα του. Κι υπάρχουν κι εκείνα που επιλέγεις να αποφύγεις να μοιραστείς γιατί είναι τόσο λίγα μπροστά σε αυτό που είχες ονειρευτεί που σε φυτεύουν στη φτήνια σου.

Πολλές φορές ταλαντεύεσαι μεταξύ του ποιος από τους δύο αντέχει περισσότερο και η έκθεσή σου ποιον από τους δύο θα σώσει. Είναι που αγαπάς και την αυτοθυσία και λες εσύ να αντέξεις. Κι είναι κι άλλες φορές που εύχεσαι, ικετεύεις σχεδόν, να μην ανακατέψει κανείς τη σούπα και να βυθιστούν όσα δε μπόρεσαν να αναδυθούν. Πιο πολύ γιατί εσύ δεν τα μέτρησες στα όσα έχεις ζήσει, και στον άλλον δε θα προσφέρουν τίποτα από ένα ακόμα λόγο να νιώσει αμήχανα. Μπορεί και ενοχικά.

Αν δεν ερωτευτείς τότε τον έρωτα δεν τον έζησες ποτέ. Μπορεί με χίλιους δυο ανθρώπους να ενθουσιάστηκες μα τον έρωτα δεν τον έζησες. Αν δεν σε πήρε ο ύπνος στα χέρια κάποιου τότε το χάδι και τα όνειρα στην αγκαλιά του δεν ήρθαν ποτέ.

Όσα δεν πρόλαβες να ζήσεις, δε θα μπορούσαν ποτέ να είναι όλη σου η ζωή.

Όσα δεν πρόλαβες να πεις, δεν θα μπορούσαν να είναι ποτέ τα κρυφά σου. Μπορεί απλά να μην ήταν ούτε καν δικά σου, γι'αυτό και να προτίμησες ποτέ να μην τα μοιραστείς. Ξέρεις καλά τι θα πει να ζεις με ψίχουλα. Ξέρεις πόσο σε πληγώνει να ζεις με δαύτα. Ξέρεις την ίδια εκείνη στιγμή που κάποιος αδιάφορα τα πετάει μπροστά στα πόδια σου πόσο απελπισμένος φανταζεις στα μάτια σου μαζεύοντάς τα.



Ξέρεις τι θα πει να πείθεις τον εαυτό σου πως σου φτάνει μια "αγάπη" μικρή για να την ανθίσεις και να σε ζήσει. Μη με ρωτάς λοιπόν πώς γίνεται να έχω μάθει να είμαι αυτάρκης.

Δεν υπήρξα ολιγαρκής, τουλάχιστον, παρά το τι επέλεγα να δείχνω. Ή να δίνω.

Σάββατο 19 Μαρτίου 2011

see/a





Σού΄χω λίγες λέξεις φυλαγμένες για σήμερα. Μια στιγμή απ'αυτές που θα άξιζαν να σε
ζήσουν, να σε κρατήσουν,να σε στοιχειώσουν. Δεν ξέρω αν την κατάλαβες όταν μου τη χάριζες ή αν είχα απλά πληκτρολογήσει το μυστικό συνδυασμό κι άφησα την αγάπη σου να σταλάζει. Δε θέλω να ξοδεύεται. Μ'αρέσουν οι εισαγωγές. Μ'αρέσει πριν σου πω το "Σ'αγαπάω" να σου μιλήσω για το τι μου θύμισε η πρόθεσή μου ή η παρουσία σου.

Θυμάσαι τι σού'χα πει; Μακάρι μια μέρα να μπορέσεις να σε δεις μέσα απ'τα δικά μου μάτια. Να την αγγίξεις την ομορφιά σου. Κι άκου τι δώρο μού'κανες. Είχες μια απόγνωση που με φιλούσες. Μια στεναχώρια και μια θλίψη. Δε χαμογέλασες λεπτό. Λες και πάλευες να κατασπαράξεις κάθε τι που νόμιζες πως ήθελε να σου ξεφύγει. Πληγωνόσουν και με πλήγωνες την ίδια στιγμή.

Κι όταν κουράστηκε το σώμα σου να με κερδίζει, στάθηκες πλάι στο φως να με κοιτάξεις. Και τι πρωτόγνωρο για' μένα. Στράφηκα προς τα μάτια σου. Τα ζωγραφιστά. Τα ομορφοσκάλιστα. Κι είδα τις κόρες να διαστέλλονται και να θεριεύουν. Κι όσο κι αν δεν το πίστευα ποτέ είδα βαθιά σ'εσένα. Εσένα. Αν ήταν θάλασσα τότε θά'χα στα σίγουρα πνιγεί.

Κι όπως μεγάλωναν οι υδρόγειες σφαίρες που φτιάχνουν τον κόσμο που μου χαρίζεις σαν μ'αγαπάς, μεγάλωνε η αντανάκλασή μου στα μάτια σου. Βρεχόταν και γλύκαινε. Γυάλιζε κι ας ήταν το φως λιγοστό. Έμοιζα φωτεινή, σχεδόν σαν άστρο κι είχα μια όψη τρυφερή καθώς σε κοιτούσα και πάλευα να σε κρατήσω ασάλευτο προτού χαθεί η μορφή μου στο κυμάτισμά σου.

Γι'αυτό σε νόμισα για θάλασσα. Με νερό κρυστάλλινο. Πέρα για πέρα διαυγές. Κι είδα και χρωματιστά νούφαρα να κερδίζουν στα ύδατά σου το είδωλό τους. Απλά επιπλέοντας. Τι δώρo θεέ μου. Ένιωσα πως στεκόμουν πάνω από διαυγή νερά και πως έλαμπε ένας ήλιος κάπου στο βάθος. Κι εγώ με κοιτούσα για πρώτη φορά λες και δεν είχε υπάρξει ποτέ καθρέφτης κι ήμουν μονάχα αυτό που έφτιαχναν οι άλλοι. Κι όπως με κοίταξα είδα στ'αλήθεια τι είμαι εγώ και τι μπορώ να γίνω. Κι ευχόμουν να μη σαλέψει τίποτα, μητε αέρας, μήτε ψυχή και χάσω αυτό που με έκανες να δω. Kαι ξέρω. Ήσουν διάφανος κι ούτε λεπτό δε φοβήθηκα μην κάποια ασχήμια ξετρυπώσει και τη δω μέσα από τα μάτια σου, στο πρόσωπό μου.

Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

χέρια ερωτευμένου



Πώς τα φοβήθηκα νά'ξερες τα χέρια που άφησες να σε παραβιάσουν.
Πόσο τα ζήλεψα η φτωχή νά'ξερες.
Πόσο τ'αγάπησα που κράτησαν ένα κομμάτι της ψυχής σου.
Αν είχα θεό να πιστέψω θα έκανα μια προσευχή. Νά'τανε βουτηγμένα στην αγάπη και στο μύρο του έρωτα.

Μα τι αφέλεια θά'τανε να τα θεωρώ χέρια ερωτευμένου.

Βλέπω τις νύχτες στους εφιάλτες σου τις χαρακιές πάνω στα χέρια σου. Απ'τους αγώνες σου να σώσεις την καρδιά σου απ'τα μαχαίρια που την κρατούσαν. Πόσο τα φοβάμαι τα χέρια σου να μην ξαναματώσουν.

Και την καρδιά σου φοβάμαι. Μην πληγωθεί κι αρχίσουν πάλι οι μνήμες να ξύνουν τις πληγές.

Μα πώς το μπόρεσα να αργήσω χρόνους να σε κρατήσω.

Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011

Του Αγίου Βαλεντίνου (μου)+1

Να σου πω ένα μυστικό; Θα σ'αγαπούσα και δίχως σώμα. Θα σ'είχα ερωτευτεί και με τα μάτια κλειστά. Και χωρίς φωνή ή ήχους. Και χωρίς δέρμα ή χάδι. Και χωρίς ανάσα ή μυρωδιά. Θα σ' αγαπούσα ακόμα κι αν ήσουν περαστικός με ακουστικά στ'αυτιά που περνάει βυθισμένος στις μελωδίες του και σχεδόν χαμένος κι απών.

Θα σ'ερωτευόμουν ακόμα κι αν ήσουν αέρας χειμωνιάτικος. Παγωμένος και υγρός. Κι αν μου κρυστάλλωνες τα δάκρυα και μου έσκιζες τα χέρια θα σ'ερωτευόμουν. Για την καθαρή ανάσα που θα μου χάριζες.
Θα σ'ερωτευόμουν και αν ήσουν αεράκι Αυγουστιάτικο. Φεγγαρένιο. Κι αν έπαιρνες τα μαλλιά μου απ'τους γυμνούς μου ώμους και ανατρίχιαζες το δέρμα μου θα σ'ερωτευόμουν. Για τη γλύκα και τη νοσταλγία που θά'φερνε στη γεύση μου η αλμύρα του αέρα σου.
Θα σ'ερωτευόμουν κι αν ήσουν φεγγαράκι μισό. Ξαπλωμένο και δηλωτικό μιας θάλασσας τρικυμισμένης. Κι αν έφερνες φουρτούνα στην ψυχή ή το ταξίδι μου και φόβιζες τον ήρεμο ύπνο μου θα σ'ερωτευόμουν. Γιατί θα μ'άφηνες να ξαπλώσω τα όνειρά μου στην πλαγιαστή ράχη σου και να τα ξεκουράσω.
Θα σ'ερωτευόμουν κι αν ήσουν ευωδιά Πασχαλιάς στο δρόμο για το χωριό του μπαμπά μου. Κι ας έκανες το μωβ της χρώμα να μοιάζει λίγο μπροστά στη μυρωδιά σου, ακόμα και για' μένα που αν διάλεγα χρώμα για τον ουρανό μου, θά'ταν το μωβ. Γιατί θα με μεθούσες και θα σκεφτόμουν τη θέα από το σπίτι της γιαγιάς μου και τις βόλτες τη Μεγάλη Πέμπτη στους κήπους για να μαζέψω λουλουδάκια στο κόκκινο καλαθάκι μου.
Θα σ'ερωτευόμουν κι αν ήσουν δρόμος στο κέντρο κάποιας μεγαλούπολης. Κι ας σε διέσχιζαν χιλιάδες αμάξια κάθε μέρα κι ας είχαν γκριζάρει τα μοτίβα σου κι ας είχαν παραβιάσει τη διακριτικότητά σου χιλιάδες περαστικοί σβήνοντας στο σώμα σου τσιγάρα και γράφοντας άψυχα συνθήματα στους τοίχους σου. Γιατί θα μ' άφηνες να αφουγκραστώ τα μυστικά που τόσοι κάθε μέρα σου χαρίζουν απλόχερα κι έστω και στης ζωής μου το αδιέξοδο εσύ θα μού'δινες χώρο και δρόμο να τρέξω.
Θα σ'ερωτευόμουν. Όπου κι αν σε συναντούσα. Όπου κι αν υπήρχες. Όπου κι αν ανέπνεες, θα σ'ερωτευόμουν.
Πως θα ζούσα για' σένα.
Πως μετά το εσύ θα ξεχνούσα το εγώ.
Πως ο τρόπος για ν'αγαπάει κανείς γεννιέται και ζει στον τρόπο που με κοιτάς. Και δεν πεθαίνει ποτέ.

Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2011

μονοπάτι



Δεν πίστευα ποτέ πως θα ερωτευόμουν μια γραμμή χειλιών. Νά'ξερες πόσες στιγμές ξεκλέβω σαν μου μιλάς για να τη χαζέψω. Εσύ μιλάς και το βλέμμα μου ρυάκι που ξεχύνεται στο στόμα σου.

Και τις σταγόνες απ'το ποτό σου νά'ξερες πώς ζηλεύω σαν ξεχαστούν στις άκρες των χειλιών σου. Ας είχα ένα τρόπο να στις κλέψω πριν χαθούν στη γεύση σου. Να ρουφήξω τα λόγια σου που ψηλάφησαν τόσο γλυκά χωρίς καν να τις πάρεις είδηση.

Νά'μουν κι εγώ μια τόση δα σταγόνα απ'το κρασί σου.
Μια πορφυρή σκιά στα χείλια σου νά'μουν.
Να ξεγλιστρούσα απ' το ποτήρι και να κρυβόμουν εκεί που φωλιάζουν τα μυστικά σου. Οι φόβοι σου. Εκεί που βουλιάζουν, σαν άγκυρα και σε κρατάνε δεμένο και σ'εμένα δε φτάνεις ποτέ.
Κι ένα βράδυ που θα πάλευες κάτι να κρύψεις στην αριστερή άκρη, που σε προδίδει σε κάθε χαμόγελο, θα έβαζα τρικλοποδιά στις λέξεις σου και θα ξεκλείδωνα όλες σου τις εικόνες και θά'φτανες απέναντι. Σε ό,τι αγαπάς. Κι εγώ ελεύθερη πια θα πνιγόμουν στο στόμα σου κι άς τέλειωναν όλα εκεί.

Τι ψέμα.
Ποτέ δε θα το άντεχα. Πόσο μάταιη θά'ταν η προσπάθειά μου να με πείσω πως θα μου αρκούσε να ξεφύγεις απ' όσα σε κυνηγούν κι εγώ ας πήγαινα στο καλό. Θέλω σαν θα ξεφύγεις να' ρθείς σε' μένα. Να με αφήσεις να μάθω να ψηλαφώ τα χείλια σου. Να δω το ταίριασμα και τον τρόπο που βυθίζεται το φιλί σου στη γεύση μου.

Μα αφού σε πνίγει ο φόβος σου εσένα ποιος άλλος τρόπος θά'κανε τα κρυφά σου ασφαλή μακριά από' σένα;
Έχω τον τρόπο.
Στάσου μονάχα ένα λεπτό ασάλευτος. Έτσι, σιωπηλοί ας μείνουμε στα σκοτεινά για να τιμήσουμε την προσπάθεια και κάθε αγώνα σου να με φτάσεις. Κι ας μη νίκησες ποτέ.
Κι όταν περάσει το λεπτό θα αφήσουν τα χείλια μου στα δικά σου το μονοπάτι που θα σε φέρει σ' εμένα. Σ'ένα φιλί. Κι αυτά που θα ακολουθήσουν σου τα αφήνω εν λευκώ.

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

crack




Άσε με να μπορώ να τρυπώνω μέσα απ' τις χαραμάδες που (μου) αφήνεις για να μη μου κρυώνεις στα σκοτάδια της ζωής σου.
Άσε με να γίνω φως για' σένα.
Θα χρειαστώ μονάχα μια τόση δα μικρή χαραμάδα. Μια λεπτή γραμμούλα στο συμπαγή κόσμο σου. Μια στιγμή σου μονάχα θα χρειαστώ. Μη με φοβάσαι. Θα το βρω το δρόμο μετά.
Απ'τη ζωή ως την ψυχή σου.

Θά'μαι για' σένα. Εγώ δική σου και για' σένα. Για τις στιγμές, τις αγκαλιές, τα νεύρα και τις χαρές σου. Εγώ δική σου και για' σένα. Μέχρι που κάθε φορά που θα πηγαίνω να μιλήσω για'μένα να βάζω μπροστά το εσύ.

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

γιατί σ'αγαπώ

-Είμαι η πιο όμορφη;
-Δεν είμαι μαγικός καθρέφτης, μικρή μου!
-Ναι, αλλά θέλω να είμαι για εσένα η ομορφότερη από όλες! Πες μου, είμαι;
-Έχω μετρήσει ίσα με χίλια πρόσωπά σου! Για ποιο απ'όλα να σου πω;
-Ποιο ήταν το πιο όμορφο;
-Όλα ήταν!
-Μη με παιδεύεις! Πες μου!
-Όταν σε πρωτοείδα. Αυτό με μάγεψε. Αυτό στοίχειωσε τα όνειρά μου. Αυτό δε θα με αφήσει να σε ξεχάσω.

Σκέψου. Κάπου στο μετρό, μια φράση σου με κάνει να σκεφτώ την ομορφιά ενός κοριτσιού μέσα από τα δικά σου μάτια. Και λίγη ώρα μετά βλέπω την αγάπη σχηματοποιημένη.

"Σ'αγαπώ γιατί είσαι εσύ", της λέει και την κοιτάζει μέσα στα μάτια. Εγώ χρόνια μακριά τους κι όμως κάπου στα όνειρά μου τους είχα ξαναδεί. Γύρω στα 50 πρέπει να ήταν. Και κοιτάζονταν μέσα στα μάτια λες και ήταν οι δυό τους. Λες και ο εφηβικός έρωτας τους είχε ξεχάσει κι απόψε τους βρήκε στο φτερό, να μοιράζονται μια αγκαλιά.
Το ζήλεψα. Να με κοιτάξεις έτσι. Θέλω. Να περάσουν τα χρόνια, μπορεί κι εγώ μαζί με αυτά κι ένα βράδυ να με κοιτάς στα μάτια και να μου λες πως μοιάζω όμορφη κι έχεις λόγο να με αγαπάς. Για ένα βράδυ. Θα το μπορούσες; Να μου μουρμουρίζεις τραγούδια και στιχάκια που σου θυμίζουν όσα αγάπησες και ξαφνικά σε μια στιγμή και μια δική μου αγκαλιά τα ξανάζησες όλα. Κι έγινα εγώ μια αφορμή.

Τι ομορφιά. Να γίνεσαι αφορμή για να αγγίξει κανείς όσα έχει αγαπήσει.

Ας γινόμουν για' σένα ένα βράδυ που πέρασε και σε έφερε ένα βήμα στη ζωή σου πιο κοντά.

Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011

αναδρομή #2




Πού νά’σαι απόψε; Μπορεί σ’ ένα στενό παράλληλο να προσπαθείς κι εσύ να ξεχάσεις. Ή να θυμηθείς. Εμένα. Ή εμένα; Αν και ο στόχος σου θα έπρεπε να είναι η λήθη. Να μην ξέρεις πως όσα ζήσαμε υπάρχουν. Πως γινόταν κανείς να νιώσει ό,τι ένωσες. Εσύ που δεν ένιωθες. Πού είσαι απόψε; Που δεν υπάρχουν αποστάσεις; Κι όμως βρεθήκαμε τελικά στο μακριά. Ξανά. Στο χώρια. Πώς γίνεται το χώρια να πονάει λιγότερο από το μαζί; Πώς γίνεται να διαλέγεις κάτι για να σώσεις το μέλλον όταν βάζεις με δαύτο φωτιά στο παρόν; Δεν είναι που δεν ένιωσες. Αυτό θα το άντεχα. Είναι που τό’ βαλες στα πόδια. Που ξέρεις τι θέλεις και που προσποιείσαι πως χωρίς αυτό θα βρεις την άκρη.

Μείνε.

Κι άσε τα αντίο να γεμίζουν στιγμές άλλων. Αδειανές. Εμείς φτιαχτήκαμε για το μαζί. Και το χώρια είναι άνυδρος πλανήτης.

Όλα αδειανά χωρίς εσένα. Μα και πάλι. Εμένα δε με χωράει ο τόπος.

Λίγες σιωπές μετά

Σε κάποιο όνειρο

Θα σε κρατήσω

Θα σου μιλήσω

Δε θα φοβάσαι. Θα νιώθεις.

Ακόμα.

Πόνο και ζωντανός.

Θα συναντηθούμε σε μια ήρεμη, γλυκειά και σιωπηρή νύχτα.

Και θα σου μιλήσω.

Να μείνεις θα ευχηθώ. Και θα στο πω.

Θα με αναζητήσεις. Κάποιο βράδυ.

Σ’ ένα χάδι μεθυσμένο.

Σ’ ένα βράδυ που εύχεσαι να ξημερώσει γρήγορα. Για να μοιάζουν οι στιγμές μακριά μου πιο λίγες απ’τη ζωή σου με εμένα. Και να μη βρισκεις τότε τίποτα να μου προσάψεις.

Γέλα μου. Σα να το ήθελες στ’αλήθεια και σα να το εννοούσες.

Γέλα. Σα να το εννοείς.

Γέλα. Όπως σε θυμάμαι.

Κι αυτή η μελωδία γεννιέται και πεθαίνει σα να μη βρήκε ούτε ένα λόγο για να ελπίσει.

Θα ψάχνω παντού τα μάτια σου. Μα πάντα τελικά θα φτάνω σε αδιέξοδο.

Κι αυτή η αλήθεια σε ποια μάτια υπακούει περισσότερο; Και πιο αφοσιωμένα;

Τελείωσαν πια οι μελωδίες. Ο κόσμος όλος έγινε άναρθρες κραυγές.

Κι όποτε πάω να αγκαλιάσω την ανάμνησή σου, τα χέρια μου χτυπούν αδέξια τον αέρα. Κι ενώ στ’αλήθεια τότε θα ήθελα να θυμάμαι- τι ειρωνία!- εγώ ξεχνάω!

Μια μελωδία προτού τελειώσει ξαναρχίζει. Κι επιμένω να τη μουρμουρίζω μέχρι στο τέλος να φτάσω. Λες και μου υποσχέθηκαν πως εκεί που τελειώνουν οι νότες μ’αγκαλιάζεις εσύ.

(Σκόρπιες φράσεις. Από ένα live. Και από' μένα)

Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2011

αναδρομή

Πριν μερικές μέρες το γέλιο μου πήρε φωνή. Από πάντα του βουβό το θυμάμαι. Κι ήρθε η στιγμή του και ξεκλείδωσε. Και μού'πες "Μ'αρέσει αυτό το γέλιο σου. Ακούγεται!". Κι αν δε μου τό'λεγες εσύ δε θα τό'χα προσέξει.
Μα τι ανόητη! Αν δεν ήσουν εσύ δε θα είχα γελάσει...
Με την καρδιά

Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2011

Ευωδιάζουν οι στιγμές

Πώς μπαίνει καλά μια χρονιά; Αρκούν οι πεσμένες άμυνες και η αίσθηση παράδοσης. Αρκεί ένα ήρεμο μέτωπο κι ένας ξέγνοιαστος ύπνος ενός προσώπου αγαπημένου. Αρκεί κι ένα μήνυμα ευχαριστήριο. Να λέει καλά που είσαι εσύ και καλά που είσαι εδώ. Κι έρχεται ένα αίσθημα να σε πλημμυρίσει . Είναι αυτό που κάποιες φορές διαλέγεις να θυσιάσεις το εγώ σου και την όμορφη στιγμή σου για να αλαφρύνεις τη δυσκολία κάποιου άλλου. Πόσο μάλλον όταν αυτός ο άλλος είναι πρόσωπο αγαπημένο. Είναι σκοτάδι κι εσύ θαρρείς πως ξημέρωσε. Βλέπεις ήλιους και ουράνια τόξα σ'ένα δωμάτιο 2x2 να ανατέλλουν.
Ας είμαι μακριά κι ας μην είχα τη φυγή αυτή τη φορά μέσα μου. Κι ας μην πάει τελικά καλά το '11. Άρχισε με μια πλημμύρα. Κι εγώ αυτό δεν το ξεχνώ. Και τις στιγμές που δεν πρόλαβα ή τις άφησα, θα τρέξω στο χρόνο και θα τις κάνω δικές μου.
"Μας ανήκει μονάχα αυτό που εξημερώνουμε" λέει στο μικρό πρίγκηπα. Μα η διαδικασία εξημέρωσης είναι αμφίδρομη. Αν μυράνεις μια ψυχή και τα δικά σου χέρια ευωαδιάζουν.
Καλή χρονιά να έχουμε.
Με αρώματα στα χέρια.

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

(α)πιστη

Τι με ρωτάς; Σου τά' χω πει πως δεν πρέπει κανείς να πιστεύει. Σε τίποτα. Ειδικά έμψυχο. Κυρίως όταν δεν μπορεί να φανεί μεγαλόψυχος και να συγχωρέσει. Είναι μετρήσιμη η ανθρώπινη ψυχή κι εύκολα πουλιέται. Και ξεπουλιέται. Ναι. Αυτό που σήμερα μοιάζει βράχος, αύριο με ένα φύσημα ενός ανέμου μίλια μακριά γίνεται σκόνη. Άμμος γίνεται και πια δεν ξεχωρίζει. Δε συγκρατεί. Γίνεται πάτος και βυθός και έδαφος σαθρό κι ακόμα και αν δεν το θέλει τα βήματά σου πάνω του μόνο πιο χαμηλά μπορούν να σε τραβήξουν. Μα πόσο αφελής μπορεί να είσαι; Όταν ήσουν μικρό δε σου είπαν πως ο κύριος που μοιράζει καραμέλες και φοράει μαύρα ρούχα κάτι κρύβει; Κι ακόμα να βάλεις μυαλό; Τι περιμένεις; ΑΝ ο κόσμος ήταν παράδεισος και οι άνθρωποι Θεοί να τους πιστεύεις ποιος θά'βαζε έννοια στο κεφάλι του θρησκείες και ζωές μετά το τέλος; Ποιος θα δέσμευε την αλήθεια σου για να μην παραδειγματιστούν κι άλλοι και πάψει η προδοσία να είναι μυστική; Προσπαθώ να σε πείσω τόσα χρόνια μα εσύ εκεί. Ταγμένος στο σκοτάδι. Καλύτερα να καείς στο φως. Στο σκοτάδι υπάρχει μονάχα μια αίσθηση λήξης. Στο φως όμως;
Κάθε φορά το ίδιο. Φτιάχνεις το παραμύθι σου και τρυπώνεις μέσα. Κι είσαι και βέβαιος πως και στη ζωή σου έτσι είναι όλα. Μα θύμισέ μου! Εσύ πουλήθηκες ποτέ; Την ψυχή σου που κλαις και που λυπάσαι θα την εμπιστευόσουν; Εσύ, εκ των έσω. Που τα μυστικά σου τα ξέρεις και γίνονται νυχθημερόν ενοχές και σε καίνε. Μόνο ως πού μπορείς να φτάσεις δεν ξέρεις. Πόσο όχι-εσύ μπορείς να γίνεις. Πόσο κι εσύ ακόμα θα μπορούσες να σε μισήσεις και να σε φοβηθείς.
Στό'χω ξαναπεί. Η προδοσία είναι πράξη αυστηρά εγωκεντρική. Ξεκινά και τελειώνει σε εσένα. Με εσένα. Μη μπερδευτείς! Δε σου ζητάω να πνιγείς στη μοναξιά. Γίνεται δυο ψυχές να φτάσουν στο επέκεινα και να μην προδοθούν. Μα όχι όλες. Χρειάζεται κλειδί και κλειδαριά. Με τρόπο αμφιμονοσήμαντο(θεωρώ). Γι'αυτό να ελπίζεις. Το μυστικό συνδυασμό να προσμένεις.
Χωρίς πίστη όμως.

Για να πιστέψεις περίμενε πρώτα το θαύμα.

Έτσι έκαναν λέει και οι πιστοί Χριστιανοί. Και έπεφταν τη νύχτα για ύπνο ήρεμοι.

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010

ναι, είπα



Αγαπώ τους ανθρώπους που τρέχουν να προλάβουν το λεωφορείο τους και που δε σταματούν να προσπαθούν ακόμα και όταν βλέπουν τις πόρτες να κλείνουν. Νιώθω πως τρέχουν να προλάβουν έστω και μια παραπάνω στιγμή της ζωής τους. Κι αυτό με συγκινεί.

Μετρό. Στάση ΑΚρόπολη και το shuffle του ipod μου έστειλε τη Μελίνα Ασλανίδου να μου κάνει παρέα. Χτες αργά το βράδυ ξεκίνησε το παραμύθι. Ένα αυτο-κριτικό μήνυμα σε λίγες γραμμές τά'λεγε όλα:"Ερωτευμένη με τον έρωτα. Αυτό είσαι!". Και το προβάλεις στον πιο κοντινό πειρασμό κάθε φορά, προσθέτω εγώ. Τό'χει η καρδιά σου ρε παιδί μου, το θέλει όσο τίποτα να ερωτευτεί, να δώσει, να μοιραστεί, να ζήσει. Παρέα. Το ζητάει το δέρμα σου και πάνω από όλα οι πληγές σου το χάδι και την αγκαλιά.

Ξεκινώντας από το άγαλμα της Μελίνας(σύμπτωση τα ονόματα γλυκιά)όπως κάθε φορά, περπατώ το δρόμο των αφορμών και ζωντανεύω όλες τις εικόνες που μού'γιναν πληγές μα κατέληξαν να είναι ένα γλυκό μουδιασμένο χαμόγελο τη στιγμή που τα μάτια φτάνουν κάθε φορά στο σημάδι.

Πάντα στην αρχή συγκρίνεις. Κι όλα σου μοιάζουν πρωτόγνωρα. Ξεχωριστά. Κι υπάρχει βέβαια και μια φορά που πράγματι είναι. Και τότε λες "Θα παω. Δεν το αφήνω. Θα πάω κι όπου βγει.". Είπαμε άλλωστε. Τό'χει η καρδιά! Όλες τις άλλες φορές πνίγηκες στην άρνηση και στους δισταγμούς. Αλλά αυτή τη φορά είναι αλλιώς και τόσο που την αγαπάς τη στιγμή σου και τη ζωή σου δε θα την αφήσεις να σου γλιστρήσει.

Απλώνεις τον εαυτό σου, τα καλά και τα άσχημά σου, αυτά που ξέρεις κι αυτά που σου λείπουν κι αναζητάς συνταξιδιώτες να ταιριάξει ο ένας στο παζλ του άλλου και να μάθετε τη στιγμή σας παρέα. Βλέπεις τα πιθανά ταιριάσματα κι όποτε νιώσεις αρμονία τραβάς το χέρι του άλλου κι αρχίζουν τα από κοινού. Για όσο.

Δεν είσαι ολόκληρος. Ακόμα. Κι αυτό ναι, φέρνει φόβο. Ανασφαλής παρουσία είσαι και τρέμεις μην το δουν. Μα η δειλία στη ζωή είναι κατακριτέα κι εσύ προτιμάς τον πόνο από το κακό όνομά σου. Γι'αυτό και δεν αφήνεις τίποτα να σου ξεφύγει. Κι αυτό να ξέρεις. Θα χρειαστεί να το μάθεις και σε άλλους. Φοβούνται οι άνθρωποι να παίξουν. "Σαν δει η μάνα τσακισμένα τα γόνατά μου θα με κατσαδιάσει" έμαθαν να λένε από παιδιά και προτιμούσαν πάντα να κοιτούν το παιχνίδι από μακριά.

Μα δεν είναι έτσι. Είναι στ' αλήθεια η ζωή μια τρέλα. Ένα παιχνίδι΄Και τα παιδιά ξεχωρίζουν από τα μάτια κι απ'τα παιχνίδια τους. Γι'αυτό μη σταματάς. Σε τίποτα. Ο έρωτας είναι τρόπος ζωής. Κατοικεί σε σώματα και ψυχές που δεν το φοβούνται και παίρνει μορφή σε πρόσωπα που δηλώνουν υπόσχεση για ομορφιά και ταίριασμα. Μην μπερδευτείς. Δεν είναι πάντα ο ίδιος. Είναι φορές που είναι ρυάκι, κι άλλες ολόκληρη θάλασσα και σε πνίγει. Μα δε σταματάει ποτέ. Άμα τό'χεις το σαράκι μην ψάξεις ποτέ για φάρμακο. Πρόσωπα ψάξε μονάχα να του δώσεις μορφή. Και ταξίδεψε. Μαζί του. Τέχνη είναι ο έρωτας. Ποίηση. Κι αν αγαπάς την ομορφιά πέσε με τα μούτρα. Μάθε τον. ΕΛευθέρωσέ τον. Κάν'τον τραγούδι και χάδι και εικόνα και κίνηση και ζήσε τη ζωή σου μέσα από αυτόν.

Κι αν πληγωθείς μη φοβηθείς. Το λέει το τραγούδι της Μελίνας. Πες πως είναι τρύπια τα παντελόνια σου απλά και πάμε για άλλα όπως όταν ήμασταν μικρά.

Ναι! Είπα. Στους άλλους όχι! Είπα. Αλλά δεν αφορά και κανέναν αυτό.
Αλλά εγώ ξέρεις! Το είπα το ναι.
Ντράπηκα βλέπεις να πω, φοβάμαι τη ζωή.

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

λευκή καταιγίδα


Έβαλα πάλι τα χιλιόμετρα να μετρούν. Μόνο που αυτή τη φορά δε θα μας φέρουν κοντά. Απλά συχνά το έχεις ανάγκη και τα βαζεις να τρέχουν. Στη διαδρομή πότε βγαίνει ο ήλιος και μου θυμίζει εσένα. Πότε κρύβεται. Και πάλι εσένα μου θυμίζει. Τους φόβους σου. Όλα αυτά που σε καθίζουν ή σε πνίγουν και σε αναγκάζουν στη φυγή.

Δε φταις εσύ.

Στις παιδικές ταινίες που αγαπούσα πιο πολύ, θυμάμαι πιο έντονα τις στιγμές που ακουγόταν το soundtrack της κάθε μίας. Που η μελωδία έβγαινε από τα κοράλια στους βυθούς, τις φυσαλίδες που χάιδευαν την ουρά μιας γοργόνας, τον άνεμο που τρύπωνε στα ταξίδια της καλαμιάς δίπλα στη θάλασσα, το πέταγμα των πουλιών στον πρωινό ουρανό, τα φύλλα των δέντρων στο απογευματινό αεράκι ακόμη και από ένα χάδι στην πλάτη, ή στο χέρι.

Το ipod στα ταξίδια είναι η καλύτερη παρέα. Ο χρόνος τρέχει πλάι σε μουσικές και σε σκηνές που δεν είναι ποτέ οι ίδιες. Ίσως δηλαδή νά’ναι στιγμή και εικόνα σαν αντιστοιχία. Και ένα τόσο δα πραγματάκι προσθέτει σε αυτό το δυσεύρετο ζευγάρι και τη μουσική. Και ναι, αυτό αγγίζει τα όρια της ευτυχίας.

Τυχαία κάπου 100χιλιόμετρα μακριά από την επιστροφή έπεσε στο δρόμο μου ένα παραμύθι. Από αυτά που μεγαλύτερη αξία έχουν οι ιστορίες που φτιάχνεις εσύ ακούγοντάς τα. Μιλάει για μια λευκή καταιγίδα και το εγραψε ο Παύλος Παυλίδης. Κι ο κόσμος μου μαγεύτηκε και δε μπορώ να επιστρέψω από τότε.

Ο Παύλος τραγουδούσε και τα καλώδια της ΔΕΗ έπαιζαν κιθάρα, τη μελωδική γραμμή, πλήκτρα ακούγονταν από τα φώτα του δρόμου και το ολοστρόγγυλο σχήμα τους, ηλεκτρικό ήχο άφηναν οι ρόδες του αμαξιού σε κάθε φρενάρισμα, βιολί ακουγόταν στο πέταγμα των πουλιών μέσα από τις φυλλωσιές και τσέλο στα σύννεφα που δε σταμάτησαν να τρέχουν.

Οι εικόνες που ήρθαν δεν ξέρω αν ήταν δικές μου, του Παύλου, ή της διαδρομής. Μπορεί να ανήκαν και στους 3 μας και δεν έχει και πολλή σημασία. Άλλωστε τη φωτιά, τη συγκεκριμένη υποθέτω την έχουμε μοιραστεί. Ίσως και από κοινού.

Το σκέφτομαι συχνά τις τελευταίες μέρες το «αν το πιστέψεις στ’αλήθεια η αγάπη μπορεί» όπως και το «αν αφεθείς σ’οδηγάει ο δρόμος». Δεν ξέρω και πολλούς από εμάς να τα κάνουν. Ναι, και τα δύο. Πόσοι νομίζεις ξεπερνάνε τις πληγές τους και μπορούν να ξαναπιστεύουν σε ανθρώπους και να αφήνονται σα να είναι η καρδιά τους εφηβική κι ο κόσμος όλος να μοιάζει παιχνίδι. Και είναι που καμιά φορά αυτή η στιγμή γίνεται τόσο δυνατή που μόλις τελειώσει, παγώνεις κάθε αισθητήριό σου και ξαναζεις την ίδια στιγμή για καιρό, ώσπου ένα πρωί ξυπνάς και σε πραγματικό χρόνο η ανάμνηση παύει να είναι γλυκιά και γίνεται ερωτηματικό και μελαγχολία. Και όσο κι αν πλέον δε θυμάσαι ακέραια κάποια πράγματα ξέρεις πως αυτό που νιώθεις δεν έχει σβήσει και έτσι κι αλλιώς δε γεννήθηκε για να σβήσει. Κι αυτή ακριβώς η μαγεία του αισθήματος αυτού ήταν που σε έκανε να το βάλεις στα πόδια. Γιατί μπροστά στο θαύμα η ανθρώπινη φύση κρίνεται αδύναμη και όταν δε διαλέξει να αναγκαστεί να πιστέψει, φεύγει! Και έχεις για πολλά χρόνια μετά μια ευκαιρία να μετανιώνεις. Ξέρεις, αν γύριζες το χρόνο πίσω θα τα έκανες αλλιώς αλλά από τη στιγμή που δε γίνεται διαπραγματεύεσαι με την πίστη σου αν θα ξανακερδίσεις αυτή την τελευταία ευκαιρία τουλάχιστον να μη φανείς λιγότερος ή ανάξιος του θαύματος αυτού. Κι όσο κι αν ξέρεις πως είναι αχαριστία, θα πλήρωνες όσο όσο να μπορέσεις να το ξαναδεις το θαύμα αυτό και ας μη γελιόμαστε, να γίνει μοναδικό από το μαζί με εσένα.

Δε φταις εσύ.

Αν δεις μπροστά σου δρόμους να ανοίγονται τί θα διαλέξεις; Να τους τρέξεις ή να μείνεις να τους κοιτάς;

Μην αφήνεις τα όνειρα να μένουν όνειρα. Ζούμε μονάχα αυτό που κυνηγάμε. Έτσι κι αλλιώς. Αν δεν ξαπλώσεις με όμορφες σκέψεις για να σου φέρουν και όμορφα όνειρα, τότε και αύριο που θα ξυπνήσεις στα προχθεσινά σου όνειρα θα γυρίσεις.

Φοβάμαι μονάχα αυτή μου την ανάγκη, στο τέλος κάθε δρόμου να με περιμένεις. Όπως και στο τέλος κάθε ονείρου, το ίδιο.

Να ξυπνήσω πλάι σου περιμένω.