Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2010

2

Αγαπώ τους ανθρώπους. Και τους πιστεύω. Καλώς ή κακώς το κάνω και είναι από τα πράγματα που δε σκοπεύω να αλλάξω. Όχι όλους. Αυτούς που με τραβάει το βλέμμα τους. Ο τρόπος που διστάζουν τα χείλια τους όταν μου μιλούν.

Αγαπώ τις παρέες. Τις πολλές διαφορετικές ζωές. Τις πολλές διαφορετικές εικόνες. Αυτό που ψάχνεις κάθε φορά να βρείς ποιο συστατικό κάνει τη συνταγή να ξεχωρίζει, κι όμως το μυστικό είναι καλά κρυμμένο στους συνδυασμούς.

Μα να σου πω κάτι; Στο πλήθος μέσα, ο αριθμός που πιο πολλά σημαίνει για μένα είναι το 2. Μου μοιάζει ασφαλές κι ολόκληρο. Αυτάρκες και βαθιά περιοριστικό. Είναι ένας κόσμος από μόνος του αυτός ο αριθμός. Μια αλήθεια ακλόνητη που ενυπάρχει μέσα σε άπειρα παράλληλα, περιεκτικά αυτής σύμπαντα. Κι όλες τις ισορροπίες που μπορείς να σκεφτείς μπορεί να τις διαταράξει. Πριν καλά καλά το καταλάβεις.

Τι αποτελεί το 2;

2 άνθρωποι. 2στιγμές. 2 οπτικές. 2 αλήθειες. 2 δρόμοι. 2 παρελθόντα. Δε ζω στην αυταπάτη του 1. Ποτέ δεν έζησα μάλλον. Σκέφτομαι μόνο πως με αυτούς που ονομάζω «άνθρωποι της ζωής μου» μας συνδέει κάτι που το ονομάζω δικός μας κώδικας. Που είναι αυστηρά προσωπικός (μας) και περιλαμβάνει κομμάτια που τα κρατάνε 2 χέρια. Από κοινού. Κοινές στιγμές, κοινές φράσεις, καμιά φορά και συμπληρωματικές, κοινές οπτικές, ή από κοινού φτιαγμένες, κοινές μουσικές, κοινά καρρέ σε διαφορετικές ταινίες. Στιγμιότυπα της δικής σου ζωής που ανήκουν και στη ζωή κάποιου άλλου και που λες και ο υπόλοιπος κόσμος εκείνη την ώρα είχε κρυφτεί κάτω από μάλλινη κουβέρτα και δεν είδε τίποτα. Σχεδόν απουσίαζε.

Δεν έχω βρει ακόμα με ποιο τρόπο ακριβώς συνδυάζονται στο 2 δύο άνθρωποι. Τι κάνει άλλες φορές το σημείο επαφής να πετάει σπίθες κι άλλες χωρίς φύλο, όψη ή σώμα, η σύνδεση να μη μαρτυρά πουθενά την ύπαρξη δύο κομματιών. Και για να αποφεύγουμε τις γλαφυρότητες, πότε οι 2 ερωτεύονται και πότε δένονται με κάτι πιο βαθύ και πιο ουσιώδες που δε μπερδεύει τις στιγμές και το δέρμα.

Αγαπώ τα ζευγάρια και τους κώδικές τους. Που ξέρουν ο ένας πότε αρχίζει να παραβιάζει τον άλλον. Πότε οι άμυνες αποσυντονίζονται. Πότε η τρυφερότητα γίνεται ασφάλεια. Ποια φλέβα μαρτυρά την ένωση και ποιος σφυγμός δε διστάζει. Ποια μουσική απαιτεί αγκαλιά και ποιος στίχος βγάζει αλήθεια.

Ώρες ώρες νιώθω πως βιώνω την απώλεια όταν αναγκάζομαι να απαρνηθώ τους κεκτημένους κώδικές μου. Πως πιο μεγάλος πόνος δεν υπάρχει από αυτόν του να αντιμετωπίσεις έναν άνθρωπο δικό σου, που αγωνίστηκες για να φτιάξετε το δικό σας παράλληλο επίπεδο για να συναντιέστε κρυφά από όλους, σα να ήταν κάτι άγνωστο και αδιάφορο. Πως ενώ εσύ μέσα σου ξέρεις και το παραμικρό νεύρο στο πρόσωπό του πώς αντιδρά, πρέπει να προσποιηθείς πως δε βλέπεις, πως δεν ξέρεις και πως όλα βαίνουν καλώς. Ναι, σίγουρα αυτά συμβαίνουν. Και ναι, σίγουρα σε όλη σου τη ζωή κώδικες θα χτιζεις και θα ξεχνάς και η διαδικασία της λήθης είναι σκληρή είτε οι κώδικες ήταν αποτέλεσμα προσωπικής προσπάθειας και συμβιβασμών, είτε έμοιαζαν να υπήρχαν από πάντα. Και ναι, στο επόμενο τηλεφώνημα το περιβάλλον οικειότητας αντικαθίσταται από ένα απροσδιόριστο μοτίβο και αυτομάτως η απουσία αποκτά αξία μέσα από τις καινούριες συνθήκες.

Απλά μετά από αυτό το τόσο σαφές και ξεκάθαρο 2 που κακά τα ψέματα εξανεμίζεται και γίνεται στιγμές στο χθες και αναμνήσεις, πώς να μπορέσει κανείς να επιδιώξει ξανά το μαζί;

Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

θ'άλlαsες;



Θάλασσες σου λέει. Μα δεν τις βλέπεις. Δεν τις περιγράφει. Δεν τις θυμάται. Μόνο ένα βλέμμα θυμάται. Βρόχινο ή του δρόμου. Της φυγής. Τα λόγια τα βρήκε ο Σαράντης Αλιβιζάτος και τα ταξίδια στις νότες ο Μάριος Τόκας. Και τόση ώρα που το έχω αφήσει να επαναλαμβάνεται έχω φύγει χιλιόμετρα. Πρέπει να είμαι κάπου σε ένα ναυπηγίο στην εθνική. Δίπλα σε ένα λιμάνι. Καφέ σε χάρτινο ποτηράκι, μπουφάν μισάνοιχτο κι ένα μονοπάτι που ίσως κανείς δεν ξαναπερπάτησε και τα βήματά σου όπως και νά'χει θα πληγώσουν λίγο το παρθένο χώμα του.
Βρίσκεις ένα υπόστεγο κάπου και γέρνεις πάνω του για νά'χεις την ψευδαίσθηση πως έχεις συντροφιά. Μάτια κλειστά ή ανοιχτά δεν κάνει διαφορά. Ανοιχτά βλέπεις λιμάνι. Τα κλεινεις και βλέπεις ταξίδι. Και η διαφορά: μικρή! Διαφορετική οπτική μάλλον. Στη μία είσαι αυτός που μένει πίσω. Στην άλλη διαλέγεις να φύγεις. Μπορεί κι αντίστροφα.
Σημασία έχει που το μονοπάτι το πήρες και τώρα οι επιλογές σου είναι μετρημένες. Μα τι να σε φοβίσει εσένα; Τι θα μπορούσε; Ποια θάλασσα, ποια τρικυμία και ποια βροχή; Ίσα ίσα. Εσύ τα θες τα ναυάγια. Για να μπορείς να αναδυθείς. Τελικά. Νά'χεις την τύχη να σε ξεβράσει η θάλασσά σου. Ούτε να γίνεις εσύ του ξεχασμένο κομμάτι ξύλο δε σε φοβίζει. Να επιπλεύσεις μόνο και μόνο για να κρατήσεις στην επιφάνεια τα όνειρα κάποιου άλλου. Ίσως απλά στο μονοπάτι να μην περπατάς μονάχος σου. Να πήγες με στόχο να βρεις καράβι. Να σε πάει...
Κι όλη η ζωή σου είναι μνήμες. Είναι εικόνες. Είναι στιγμές. Κοινές. Και ο συνοδοιπόρος συγκεκριμένος και νά'χει το χάδι του άρωμα καλοκαιριού και το φιλί του αρμύρα. Κι εσύ να είσαι τόσο πιστός στην αγάπη σου στη θάλασσα που πώς να ξεφύγεις ή να αλλάξεις μονοπάτι. Κι ακόμα και να μπορείς δε θες. Και σαν κύμα ερωτήματα πνίγουν το λαιμό σου και τα ξεβράζει η φωνή σου. Γεμάτα απόγνωση. Παράπονο. Μπορεί και λύπη. Γιατί η μοναξιά ξεκινάει εκεί που τελειώνει το μαζί. Κι αν κάποιος φοβάται το μαζί πιο πολύ από τη μοναξιά μην ψάξεις για επιχειρήματα. Ούτε για ενδεχόμενα. Και ας μη γελιόμαστε τα ενδεχόμενα για εσένα τα αφήνεις ανοιχτά. Βαθύς εγωκεντρισμός και στο υπογράφω.
Και είναι φορές που θες απλά μια κουβέντα να την πιστέψεις. Να την κάνεις αλήθεια και αξίωμά σου και να γυρίσεις τον κόσμο σου γύρω από αυτήν. Μα δε θα σου είναι ποτέ αρκετή. Πάντα θα θέλεις κι άλλη κι άλλη. Αδηφάγα αίσθηση η ακοή. Πιο πολύ κι απ'την αφή.Ίσως γιατί τη λεκτική την κατέχεις και ό,τι και αν σου πουν δε θα φοβηθείς να παραμετροποιήσεις. Μα αν δεις σκιά στο βλέμμα, δειλία στον πόθο,φυγή στο σ'αγαπώ; Πώς να το αντέξεις και πού να βρεις δικαιολογίες να ημερέψουν την ψυχή σου και να σκορπίσουν τα σύννεφα;
Και ξέρεις ποιο είναι το χειρότερο; Να αποφασίσεις να δεις. Να μη φοβηθείς το βλέμμα ούτε τις σκιές. Ούτε και τη λιακάδα. Να μη φοβηθείς να δεις ένα παιδί να γεννιέται και να ερωτεύται μέσα από τα μάτια ενός σκυθρωπού ενήλικα. Να μη φοβηθείς να πιστέψεις αυτή την αλήθεια. Κι όμως να έρθουν τελικά τα λόγια.
Και νά'ναι δειλά. Κουρασμένα. Νά'ναι "λογικά".
Ξέρω. Θέλεις "ένα ποτήρι θάνατο", να το πιεις και να σκοτώσει όλα αυτά που δεν ξεχνιούνται. Όλα αυτά που στοιχειώνουν. Όλα αυτά που παλιά θα σκότωνες να τα ζήσεις και τώρα δε σε αφήνουν να πας παρακάτω. Κι αρχίζεις τότε να χωρίζεις το χρόνο σου σε εποχές. Και ξαφνικά υπάρχουν και κάποιες που δε θές να ξανάρθουν. Όχι γιατί δεν έχεις και όμορφα να θυμάσαι. Αλλά γιατί το χειμώνα η θάλασσα είναι τρικυμισμένη και ξέρεις από πριν τι να περιμένεις και τι να φοβάσαι. Και σίγουρα σου είναι πιο εύκολο να ξαναδιαλέγεις το ίδιο μονοπάτι στη ζεστασιά ενός μπουφάν.

Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010

Αντέχεις;

Αντέχεις; Πες μου! Να σ’αγαπώ δίχως σώμα;

Χωρίς ενδεχόμενα και εκκρεμότητες; Χωρίς ελπίδες να μπερδεύουν τις επιλογές μου;

Να είμαι εκεί πάντα; Στη σιωπή έστω. Στη σκιά. Έστω.

Ψάχνω να βρω τι είναι αυτό που σε φοβίζει πιο πολύ. Εγώ ή όσα σου κρύβω; Εσύ ή όσα δε θέλεις να δεις;

Αντέχεις να νιώθω έτσι; Να μένω πάντα εκεί; Να είμαι ασπίδα σου και άμυνά σου σε όλα αυτά που θες να πολεμήσεις ή να τους κρυφτείς και να γίνομαι πάλι αέρας μετά από λίγο για να μην εμποδίζω την άνεσή σου;

Πρόσεξε. Πριν απαντήσεις αποτρεπτικά. Θα καταλάβω τις προθέσεις σου και θα πάρω πάλι σώμα για’ σένα και οι σχέσεις μας θα γίνουν πάλι μονοπάτι στην εκτόνωση κι εγώ θα γίνω πάλι σκοτάδι για να τυλίξω τη μοναξιά σου και να την ασφαλίσω σε περιβάλλον γνώριμο.

Ναι, θά’ταν έτσι πιο δίκαιο. Συμφέρον. Μπορεί και εμπορικό. Μα δε με αφορά. Έχω μάθει να αγαπώ χωρίς μέτρο και να δίνω χωρίς χαλινάρι. Ακόμα και σε εσένα που να δίνεις δεν ξέρεις και στη μοιρασιά θες πάντα να κερδίζεις. Που ίχνος αγάπης δε μπορείς να μοιραστείς. Που έχεις μάθει μονάχα να δειλιάζεις και να βγαίνεις στην επίθεση μην τύχει και το καταλάβει κανείς πως και τα δικά σου υλικά δεν είναι άφθαρτα.

Μα πες μου! Σε έχει κοιτάξει κανείς όπως εγώ; Έχουν αντέξει ποτέ να ηττηθούν από τη θορυβώδη επίθεσή σου μόνο και μόνο για να ξεχαστούν λίγο οι άμυνες και οι εγωισμοί σου; Σε έχουν χαιδέψει ποτέ για να σου σβήσουν όλους τους φόβους; Έχουν μείνει ποτέ ασάλευτοι μπροστά στην έκρηξή σου; Έχουν αφήσει ποτέ μπροστά σου αλήθειες λαμπρές για να θολώσουν το ψέμα σου;

Σκέψου καλά. Δε θέλω αναλώσιμες απαντήσεις.

Να αντέξεις θέλω.

Αντέχεις;Πες μου.

Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2010

Μην του χαθείς

Θα κάνω μια δήλωση και παρακαλώ να μη θεωρήσεις πως κάποιος άλλος γράφει αντι για εμένα και κυρίως πως τόσο καιρό σε κοροϊδεύω.
Θέλω να ξεχάσω.
Μη βιαστείς. Δεν έφτασα σε τέτοιο σημείο απόγνωσης ή φόβου. Ναι, είναι σαφές. Ό,τι έγινε έγινε, δεν ξεγράφει, δε λύνεται, δεν αλλάζει, δεν απαλύνεται. Και το ξερεις πως το να ξεχνάς είναι μια διαδικασία εντελώς ενάντια στο σύστημα, ουσιαστικά πρόκειται για μια κατάσταση ασθενείας κι εμένα μέχρι στιγμής το σύστημά μου δούλευε ρολόι. Μα εγώ το θέλω. Πρώτη φορά μα το θέλω. Στην αρχή έλεγα ας ξεχάσω τα όμορφα, μετά το γύρισα στα άσχημα και τώρα θέλω απλά ένα κενό να με χωρέσει απ’την αρχή και να ενωθεί με το δικό μου.
Αν μπορούσα αυτό το κενό να στο περιγράψω να μου το παραγγείλεις θα ήταν ένα ολόλευκο, αδειανό δωμάτιο χωρίς τίποτα άλλο μέσα του. Ένα λευκό κελί κι εγώ.
Πώς να στο πω! Να βρω ένα τόπο να γεννήσω τον κόσμο μου μόνη μου. Να μην υπάρχει περιθώριο για πατρίδα ή επιστροφές. Να φτιάξω στους τοίχους λουλούδια καρδιές και νεράιδες, να γράψω σε πολύχρωμα χαρτιά τις σκέψεις μου και να τις στολίσω για να ξέρω πως σε αυτό τον κόσμο δε θα κινδυνέψω από μοναξιά. Στο ταβάνι να φτιάξω αστέρια, φεγγάρι και ουρανό για να ξέρω μέχρι πού δεν παραβιάζω τα σύνορά μου και τέλος να ακούγεται συνέχεια μουσική. Πρόσεξε, τη θέλω άγνωστη σε εμένα. Να την ακούσω πρώτη φορά τότε ή τουλάχιστον αυτό να νομίζω και να μην υπάρχει ούτε ένα μονοπατάκι μνήμης ή ανάμνησης ή διασύνδεσης σε κάτι παλιό.
Να τα φτιάξω όλα από την αρχή θέλω. Και μην αρχίσω να σκέφτομαι τώρα όλους αυτούς που αγαπούν τα λάθη τους και έχουν τσακίσει ανθρώπους στο πέρασμά τους αλλά παρ’όλα αυτά έμαθαν από αυτά και δε θα τα άλλαζαν. Θα τσακωθούμε.
Σκέφτομαι να δέχομαι και επισκέψεις. Αλλά προσοχή, αυστηρά ανθρώπους από γειτονικούς κόσμους-ή γειτονικά κελιά για να στο κάνω πιο ξεκάθαρο-που να έχουν διαπράξει το ίδιο αμάρτημα με εμένα(της λήθης)και να τους κερνάω τσάι με κέικ σοκολάτας και κουλουράκια και να ακούμε όλοι μαζί τη μουσική από το χρωματιστό πικ-άπ που ξέχασα να σου πω ότι θα έχω. Δεν ξέρω αν θα μιλάμε, αλλά έτσι κι αλλιώς αν δε θυμάσαι τις περισσότερες φορές δε χρειάζεται και να συζητήσεις, να αναλύσεις ή να μοιραστείς και μάλλον δε μπορείς κιόλας και η ερώτηση για τον καιρό είναι πολύ μπανάλ για το μαγεμένο βασίλειό μου.
Τώρα που το σκέφτομαι ας μην υπάρχει ομιλία, προφορική τουλάχιστον. Ας μπορούμε μονάχα να γράφουμε γράμματα και παραμύθια και κατα τα άλλα ας μοιραζόμαστε τη σιωπή. Το φιλί, την αγκαλιά, το χάδι, το χαστούκι, το φόβο, το ίδιο μαξηλάρι. Ας μοιραζόμαστε την κοινή μας αναπνοή τα βράδια που δε μας παίρνει ο ύπνος.
Γιατί μεγάλυτερη ένδειξη οικειότητας από το να μοιράζεσαι το ίδιο μαξηλάρι και την ίδια αναπνοή, δεν υπάρχει και στο υπογράφω. Κι ακόμα και σε πολλές αγκαλιές να έχεις κοιμηθεί σίγουρα ξέρεις τη διαφορά. Σίγουρα υπήρξε κάποιο βράδυ που ξύπνησες και τα όνειρά σου κάποιος τα είχε κρατήσει στα χέρια του σα νά’τανε δικά του και μέσα στον ύπνο του είχε νοιαστεί να σε σκεπάσει, μην του χαθείς.. Όπως κι εσύ εμένα.
Γι'αυτό σε θέλω εδώ.

Δικό σου

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

για σ-ένα

Την κούπα και με τις δυό παλάμες.
λες και πολύτιμο αγαθό ο αρωματισμένος μου καφές.
Το βλέμμα κάπου αριστερά απ'το κουταλάκι,χαμηλά.
Ο απόλυτος διχασμός. Και η διαχωριστική γραμμή: ένα κουταλάκι.
Οχι του γλυκού. Πώς μπορεί κάτι γλυκό να σε κόψει στα δύο;
Τα χείλια στο χείλος.
Στην άκρη της κούπας
Δε σαλεύουν, αν δεν αναζητούν τα δικά σου ποιο λόγο να βρούν να τα κινήσει.
Βαθιές ανάσες.
Βαριές.
Της Κυριακής, του φθινοπώρου. Αναποφάσιστες. Διχασμένες.
Απ'τη μια το καλοκαίρι και η ανάμνησή σου.
Απ'την άλλη ο χειμώνας. Η λήθη.
Το βλέμμα πάντα στο καλοκαίρι.
Μη σου πω ψέμα.
Και η ψυχή στα δυό.
Μα αν με ρωτάς εγώ θέλω το ολόκληρο. Το εγώ μου.
Μα χωρίς εσένα πάλι στο μισό θα είμαι. Πάλι μια διαχωριστική γραμμή.
Καμπύλη.
Τε-θλιμμένη.
Το δέρμα μου.
Κι αν καταφέρω να του ξεφύγω; Πες μου, αν το μπορέσω; Θά'ρθω σε εσένα;
θα γίνουμε το ολόκληρο;
Πρέπει να θέλουμε κι οι δυο.
Ας μην ξεφύγω. Καλύτερα.
Κι ας έρθει χειμώνας.
Κι ας πάει το βλέμμα στα δεξιά.
Πόσο αστεία μοιάζω; Αφού ποτέ δε θα μάθω να ξεχνάω.
Κι ούτε το θέλω.

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

ροζ ουρανός

Ο πιο όμορφος ουρανός έχει ροζ πιτσιλιές και θαλασσιές υποψίες.
Βγαίνει τα απογεύματα, όταν κοιτάς τον ορίζοντα και κάνεις όνειρα.
Εγώ τον έχω δει στο χωριό μου μόνο. Ίσως γιατί εκεί θέλω να κάνω τα όνειρά μου.
Δεν έχω δοκιμάσει και αλλού άλλωστε. Αυτός ο ουρανός,αν τον κοιτάζεις μέσα από τις φυλλωσιές ενός δέντρου θυμίζει χάρτη. Της ζωής σου. Αλλού σκουραίνει και σου θυμίζει όλα τα μαύρα σκοτάδια που έζησες, αλλού το χρώμα του αλαφραίνει και μοιάζει με την καθημερινότητά σου. Κοινή και ρηχή.
Μα αυτός ο ουρανός έχει και ροζ, και πιο όμορφο ροζ από αυτό του ουρανού σου δεν έχεις ξαναδεί και κρύβονται σε αυτό όλα όσα αγάπησες ή θα αγαπήσεις ποτέ. Δεν έχει όμως μόνο μια απόχρωση. Έχει πολλές. Δεν ξέρεις ποια να πρωτοδιαλέξεις από ομορφιά. Δοκίμασε στον πιο εμπνευσμένο ζωγράφο ή τεχνίτη του χρώματος να παραγγείλεις κάποια από αυτές. Δε θα καταφέρει καμιά. Κι ακόμα κι αν το χρώμα μοιάζει, θα χάνει σε σχέση με του ουρανού σου. Ίσως φταίει το υλικό που είναι φτιαγμένο. Ίσως να το κάνει πολύτιμο. Σκέψου μονάχα πόσο προσεχτικά υφαίνεις εσύ τα όνειρά σου και τον ορίζοντα που θέλεις να σε υποδέχεται. Με τι ακριβά υλικά καταπιάνεσαι και πόσο επιδέξια γίνονται τα χέρια σου.
Αν έχεις μάτια καθαρά και καρδιά ανοιχτή μπορείς και να το διαβάσεις αυτό το χάρτη. Να δεις πού η αγάπη κατοικεί, πού το σκοτάδι βγαίνει, πού οι στιγμές φωτίζονται και ποιες ψυχές γνωρίζονται.
Μη φοβηθείς να τον κοιτάξεις. Ούτε και να ονειρευτείς μέσα σ’αυτόν. Όσο δύσκολο κι αν είναι να παίρνεις την ευθύνη αυτή, πιο ελεύθερο άνοιγμα των φτερών σου δε θα ξαναζήσεις από ό,τι μέσα στο δικό σου ουρανό. Θα μπορείς μετά μονάχος σου να πετάς προς το ροζ και να αποφεύγεις τα σκοτεινά σημεία και τις αδιάφορες καταστάσεις.
Μπορεί να μη μπορείς να φτιάξεις ένα κόσμο καλύτερο για να ζεις, αλλά μπορείς να φτιάξεις έναν αλλιώτικο ουρανό για να ονειρευτείς... κι αν το θέλεις να συγκινηθείς. Κι αυτό είναι τύχη. Αν όχι ευτυχία.