Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2010

μόνη

Γειά σου. Με βάφτισαν Μαρία,μα στην πορεία το άλλαξα. Δεν ήταν επειδή δε μου άρεσε. Απλά μου θύμιζε όλα αυτά που πάντα ευχόμουν να μην είχα κάνει. Όχι,δεν τα ξέχασα, δε θα μπορούσα. Αλλά με έχω πείσει σχεδόν ότι τα έκανε μια άλλη. Μια που γνώρισα μια μέρα σε ένα παγκάκι κοντά στο άγαλμα της Μελίνας. Ξέρεις,εκεί που πίνεις τις πιο βαριές μπύρες. Από τότε δεν την ξαναείδα. Εκτός από κανά δυό εφιάλτες που με κυνηγούσε να μου κλεψει την τελευταία μου γουλιά, και κανα δυο άλλες στο μετρό,αλλά στεκόταν στην απέναντι αποβάθρα. Ήταν πολύ φοβιτσιάρα τόσο που σε έκανε να το πιστεψεις ότι ήταν αλλά τα βράδια ξύπναγε και κρατούσε σπαθιά και δεν άφηνε κανέναν να την αποκοιμήσει ή να τη γελάσει κι ας ήταν αυτή η καλύτερη άμυνα του κόσμου. Θα σε ερωτευόταν κεραυνοβόλα και θα σε ξεχνούσε επειδή η καραμέλα που της χάρισες ήταν κίτρινη και είχε γεύση λεμόνι,ενώ εκείνη λάτρευε πεισματικά τη φράουλα. Κι ας της είχε αλλεργία. Δεν ήταν όμορφη αλλά βαφόταν τόσο καλά που σε ξεγέλαγε και νόμιζες πως άξιζε τον κόπο. Φαινόταν ψηλή και κομψή και γλυκιά, αλλά ήταν μια σταλιά κοριτσάκι,από αυτά που παίζουν στους δρόμους και στις πλατείες και έχουν τα γόνατά τους ξεσκισμένα και αν έκανες να την αγαπήσεις μπορούσε να βγει από το δέρμα της. Ήξερε πότε ήταν αλήθεια και είχε μάθει να πονάει πάντα για να συνηθίζει. Κι εσένα θα σε πονούσε. Δε γλίτωνες. Όσο περισσότερο σε αγαπούσε τόσο περισσότερο θα σε πονούσε. Πιο πολύ γιατί ήξερε πως έτσι εκείνη θα πονουσε διπλά. Ήθελε νά'ναι πρώτη για να τραβάει αυτό την προσοχή κι εκείνη να μπορεί να κουρνιάζει στη γωνιά της ανενόχλητη. Δεν άντεχε τις φωνές και τη βία. Δάγκωνε τα χείλια της συνέχεια και στα δύσκολα τα έσφιγγε με μανία τόσο που έμοιαζαν μεγάλα αι με χυμούς. Πού νά'ξερες πως είχαν μέσα τους κρυμμένα δάκρυα,γι'αυτό κι έδειχναν έτσι γεμάτα. Πνιγμένα.
Αν την δεις στο δρόμο,μίλα της για' μένα. Όχι,δε θέλω να ξαναγυρίσει. Θέλω μόνο να ξέρω αν είναι καλά. Ναι,μου λείπει καμιά φορά,ίσως γιατί την ήξερα καλά και μου έκανε τα πράγματα πιο εύκολα και πια ο κόσμος είναι δύσκολος και στο κεφαλάκι μου ακατανόητος. Και θέλω να της πεις και μια φράση που έγραψα για'κείνη και μετά της το έκανα τραγούδι:

"Όσα σε δάγκωσαν σκυλιά να τα λυπάσαι
κι όσα σου γλείψανε τα χέρια να θυμάσαι
να τα φοβάσαι"

Και πρόσεξε. Μην πεις ποτέ μπροστά της τη λέξη συμβουλή. Πες αφιέρωση.Είναι μυστήριο τρένο και θελει πάντα να πιστεύει πως διάλεξε μόνη της το δρόμο της

1 σχόλιο:

unic είπε...

Το δρόμο μας εμείς τον διαλέγουμε κι ας βολεύει να πιστεύουμε το αντίθετο!
Της το αφιερώνω εγώ πρώτος απ'όλους...